23/7/09

τα 2 συνέδρια του Φλεβάρη

(στάλθηκε για δημοσίευση στον ΔΙΑΠΛΟΥ)


Το Φλεβάρη, με διαφορά μιας βδομάδας, πραγματοποιήθηκαν τα συνέδρια των δύο μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς[1]. Πριν περάσουμε σε ένα σχολιασμό των αποφάσεων τους, και σε μια ανάλυση του τι αυτές σηματοδοτούν, θα αναφερθούμε σύντομα στις δυο μερίδες της εργατικής τάξης και σε βασικά χαρακτηριστικά τους. Αυτό θα μας βοηθήσει εν πολλοίς να ερμηνεύσουμε την πολιτική και θεωρητική κατάσταση των δύο κομμάτων και των κειμένων που αναλύουμε.


1.για τις δύο μερίδες της εργατικής τάξης.

Οι εξελίξεις της τελευταίας τριακονταετίας στο σύστημα του καπιταλισμού, εξελίξεις που πιστεύουμε δικαιολογούν την θέση για ένα νέο στάδιο, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στο χαρακτήρα της εργατικής τάξης. Κατά την γνώμη μας διαμορφώνονται τουλάχιστον δυο διακριτές μερίδες: μια παραδοσιακή, με τα χαρακτηριστικά του λεγόμενου φορντικού τρόπου παραγωγής, που έρχεται από το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού, και μια σύγχρονη, με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, και χαρακτηριστικά του λεγόμενου τογιοτισμού, ή μεταφορντισμού, που σχηματίζεται[2] κυρίως στο νέο στάδιο του καπιταλισμού. Κάθε μερίδα έχει και το δικό της κόμμα. Το θεωρητικό και πολιτικό του επίπεδο, τα οργανωτικά χαρακτηριστικά, ακόμα και η στρατηγική και ταχτική, ανταποκρίνονται σε γενικές γραμμές στα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της μερίδας που εκπροσωπεί.

Το ΚΚΕ εκφράζει σε γενικές γραμμές την παραδοσιακή μερίδα, ο ΣΥΡΙΖΑ την σύγχρονη[3]. Είναι εντυπωσιακό το πώς τα προγραμματικά στοιχεία κάθε κόμματος αντανακλούν τα χαρακτηριστικά κάθε μερίδας.


2. ΚΚΕ: θεωρητικοποίηση του καθυστερημένου σοσιαλισμού.

Το ΚΚΕ κάνει ένα βήμα εμπρός σε σχέση με την συνομωσιολογία. Το καινούργιο σχήμα που την αντικαθιστά είναι η διαπάλη «οπορτουνισμού» και «συνεπών» δυνάμεων. Το σχήμα αυτό παίρνει τέτοια σημασία στην θεωρία και πολιτική του που ανάγεται σε καθοριστικό σε όλες τις φάσεις της πολιτικής πάλης. Σήμερα πχ είναι η θεωρητική βάση της εμφυλιοπολεμικής αντιμετώπισης των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς. Το ΚΚΕ αδυνατεί να βγάλει βαθύτερα συμπεράσματα για τις αντιφάσεις του σοσιαλισμού, την διαλεκτική παραγωγικών σχέσεων-δυνάμεων, την πολιτική οικονομία, το εποικοδόμημα. Αντί να κρίνει τα όποια θεωρητικά του σχήματα με βάση την πραγματική εμπειρία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αντίστροφα κρίνει το τι έγινε με το αν συνάδει με τα θεωρητικά σχήματα που διετύπωσαν δεκάδες χρόνια πριν οι Μαρξ-Λένιν, αλλά κυρίως ο Στάλιν. Το χειρότερο κατά την γνώμη μας δεν είναι η άκριτη δικαιολόγηση των μεθόδων και της πρακτικής ενός «καθυστερημένου σοσιαλισμού»[4], αλλά η θεωρητικοποίηση τους και η αναγωγή τους σε γενικές νομοτέλειες, άρα εφαρμόσιμες στο μέλλον.

Για τις αιτίες της ανατροπής:

· Έτσι λοιπόν η ιστορία του σοσιαλισμού είναι η ιστορία της διαπάλης «οπορτουνισμού» και «συνεπών» δυνάμεων. Ποιος κρίνει ποιος είναι συνεπής ή οπορτουνιστής; Φυσικά η ηγεσία του ΚΚΕ. Κάθε διαφορετική άποψη, που σε γενικές γραμμές αντανακλά την διαφορετική κατάσταση μερίδας ή ομάδας εργαζομένων, κηρύσσεται οπορτουνιστική. Η διαφορετική άποψη κηρύσσεται εχθρική, και σε πολλές περιπτώσεις θεωρείται σαν ο κύριος εχθρός. Άλλο αν κατά καιρούς οι ίδιες δυνάμεις και αντιλήψεις κατατάσσονται εναλλάξ από εδώ ή από εκεί. Ας πούμε η Κανέλλη σήμερα φυσικά είναι συνεπής. Αύριο, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι οπορτουνίστρια. Έτσι η διαφορετική άποψη δεν αντιμετωπίζεται με πολιτική και ιδεολογική διαπάλη, αλλά με καταστολή. Όπως σωστά αναφέρθηκε στον προσυνεδριακό διάλογο το κράτος χρησιμοποιήθηκε στην εσωκομματική διαπάλη.

· Έχουμε αναπτύξει αλλού[5] μια προβληματική για την μη ωριμότητα του κομμουνισμού όχι μόνο στην καθυστερημένη Ρωσία, αλλά και για την μη ωριμότητα του γενικά τον 20ο αιώνα, όσον αφορά την υλική βάση της μηχανικής παραγωγής. Και άλλοι ερευνητές έχουν αναπτύξει μια παρόμοια προβληματική.[6] Αντίθετα η πλειοψηφία των μαρξιστών αλλά και των οργανώσεων, θεωρούν, ακόμα και σήμερα, υπερώριμο τον κομμουνισμό στην Ρωσία του 1917, αλλά παράλληλα καταδικάζουν τις μεθόδους που επιλέχτηκαν (σαν σταλινισμό). Αυτό φυσικά συνιστά αντίφαση. Όσο πιο καθυστερημένη είναι η χώρα τόσο πιο πολύ θα χρησιμοποιηθεί βία και καταναγκασμός. Το ΚΚΕ από αυτή την άποψη είναι πιο συνεπές. Αφού επιλέχθηκε η στρατηγική του αδύνατου κρίκου, και της οικοδόμησης σοσιαλισμού σε μια καθυστερημένη χώρα, με λιγότερο από 20% μισθωτούς, με ένα ωκεανό μικροαστών, ή καλλίτερα μικροαγροτών, που αντιτίθονταν στον σοσιαλισμό, η μαζική τρομοκρατία ήταν μονόδρομος. Σε συνθήκες έλλειψης δημοκρατικών παραδόσεων, που οι πολιτικές διαφορές λύνονταν ένοπλα, και με πρόθεση εξόντωσης του αντιπάλου, μπορεί κανείς να εξηγήσει το κύμα μαζικών εκκαθαρίσεων ακόμα και της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, που ας σημειώσουμε ακολουθούσε ίδιες μεθόδους και αν είχε επικρατήσει κάπως έτσι (ίσως μόνο σε διαφορετική έκταση) θα έλυνε τα ζητήματα. Αλλού είναι το ζήτημα. Ότι αποδείχτηκε ότι έτσι, οικοδομείται ίσως ένας αυταρχικός σοσιαλισμός του στρατώνα, αλλά αυτό δεν μπορεί να πετύχει, τουλάχιστον όχι στον 21ο αιώνα και όχι σε αναπτυγμένες χώρες. Αυτό το απλό συμπέρασμα όμως δεν μπορεί να το βγάλει το ΚΚΕ. Και έτσι αναγκάζεται να διατυπώσει θέσεις που δεν στέκουν: όπως ότι αποδείχτηκε η ανωτερότητα του σοσιαλισμού (ακριβώς το αντίθετο, δυσφημίστηκε η ιδέα του στις πλατύτερες μάζες), ότι μπορεί να οικοδομηθεί σε μια χώρα και μάλιστα όχι την πιο αναπτυγμένη όπως η Ελλάδα (εξ ου και η θέση για αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού προσδοκά εμείς να χτίζουμε σοσιαλισμό και οι κουτόφραγκοι να βασανίζονται ακόμα με τον καπιταλισμό), ότι υπήρχε ανώτερου τύπου δημοκρατία (καταλαβαίνοντας την αντίθεση αστικής και εργατικής δημοκρατίας μηχανιστικά, και μη μπορώντας να καταλάβει ότι η εργατική δημοκρατία δεν μπορεί να πάει πίσω από τα στοιχειώδη τυπικά αστικά δικαιώματα[7]). Φυσικά κανένα κόμμα δεν μπορεί να κατακτήσει με αυτές τις μεθόδους την ηγεμονία, άρα απομένει η ωμή βία[8] (που θεωρητικά στρέφεται κατά της αστικής τάξης, αλλά στην πράξη κατά κάθε διαφορετικής άποψης). Τέλος όσον αφορά τα αξεπέραστα προβλήματα και τις αντιφάσεις της πρώιμης σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δεν τα θεωρεί αποτέλεσμα του ανώριμου της προσπάθειας, αλλά νομίζει ότι μπορούσαν να ξεπεραστούν με μια φυγή προς τα εμπρός: βουλησιαρχική και πρόωρη εισαγωγή των κομμουνιστικών σχέσεων, που κατά την γνώμη του αποτελούσε το κύριο διακύβευμα της πάλης «οπορτουνιστών» και «συνεπών».

· Τέλος πως εξηγεί την τελική επικράτηση του «οπορτουνισμού»; Εδώ νομίζουμε ότι το κείμενο ξεφεύγει από τα όρια της σοβαρότητας: οι οπορτουνιστές επικράτησαν λόγω των …απωλειών στις ταξικές μάχες και τον πόλεμο, λόγω της λειψής μαρξιστικής μόρφωσης(!), λόγω της εξάρτησης από τους αστούς ειδικούς, λόγω τεχνικής καθυστέρησης, και φυσικά και της ιμπεριαλιστικής πίεσης. Έτσι άθελα του το ΚΚΕ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επικράτηση του «οπορτουνισμού» ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένη.



Ο σοσιαλισμός του ΚΚΕ:

· Απόρροια των βασικών αντιλήψεων του ΚΚΕ για ένα σοσιαλισμό που δεν έχει ωριμάσει, δεν μπορεί να ηγεμονεύσει, και θα επιβληθεί όχι με βάση την θέληση της πλειοψηφίας αλλά την θέληση μιας οργανωμένης μερίδας της εργατικής τάξης, στηριγμένης στην βία και καταστολή[9] είναι και μια σειρά θέσεις όπως: η θεσμοθέτηση του καθοδηγητικού ρόλου του ΚΚ, που δεν κατακτάται αλλά επιβάλλεται, με μονοκομματικό πολιτικό σύστημα.[10] Η οργάνωση όλης της κοινωνίας στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Η (επικίνδυνη) αναφορά για ανάγκη κατάργησης της μικροαστικής συνείδησης (λες και η συνείδηση αλλάζει με διοικητικά μέτρα). Η ετσιθελική εφαρμογή κομμουνιστικών μέτρων, σαν αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων, ανεξάρτητα από την ωριμότητα των παραγωγικών δυνάμεων. Η ισοπέδωση των αμοιβών ήδη από τα αρχικά στάδια.[11] Η άμεση σχεδόν κατάργηση όλης της καπιταλιστικής αλλά και μικροαστικής ιδιοκτησίας. Η πολιτικά ακατανόητη θέση για πλήρη εθνικοποίηση της γης (ακόμα και της μικροαγροτικής). Η αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη (θέση που την εποχή της διεθνοποίησης-παγκοσμιοποίησης φαίνεται εντελώς εξωπραγματική).


Ο κομμουνισμός του ΚΚΕ:

· Η διαφορά με τον σοσιαλισμό περιορίζεται στην διανομή. Ακόμα και ο Μαρξ πριν 150 χρόνια στην κριτική του προγράμματος της Γκόττα χαρακτήριζε σαν χυδαίο τον σοσιαλισμό που περιορίζεται στην διανομή παραβλέποντας τον τρόπο παραγωγής. Όμως στην προβληματική του ΚΚΕ δεν υπάρχει η αυτοματοποίηση, η απελευθέρωση της εργασίας και η μετατροπή της σε ζωτική ανάγκη[12]. Έτσι ειδοποιός διαφορά είναι η πλήρης ικανοποίηση των αναγκών. Ποιών αναγκών; Προφανώς καταλαβαίνοντας το ουτοπικό της πλήρους ικανοποίησης όλων των αναγκών, κάνει λόγο για «πραγματικές» και επιστημονικά καθοριζόμενες ανάγκες, αφήνοντας μεγάλο περιθώριο για αυθαιρεσία και διοικητικό-γραφειοκρατικό καθορισμό.

· Συνδέει την τελική νίκη του κομμουνισμού όχι με αντικειμενικές αιτίες όπως την δημιουργία αντίστοιχης υλικής βάσης (αυτοματοποίηση), και την απελευθέρωση της εργασίας, αλλά με την κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση, κάτι που όχι μόνο συνιστά ιδεαλισμό, αλλά και περικλείει τον κίνδυνο αυταρχικού ελέγχου της συνείδησης. Κάνει ειδική αναφορά στο ότι δεν αναγνωρίζει διαφορά μεταξύ τυπικής και πραγματικής κοινωνικοποίησης, δηλαδή μεταξύ σοσιαλισμού και κομμουνισμού.


συμπεράσματα:

· Αν σταθεί κανείς στα σημεία κριτικής μας (και φυσικά υπάρχουν και πολλά άλλα στο κείμενο, αλλά ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφερθούν) μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ όχι μόνο δεν μπορεί να προσφέρει στην υπόθεση του σοσιαλισμού, αλλά και ο ρόλος του είναι αρνητικός. Εμείς όμως έχουμε μια διαφορετική άποψη. Το ΚΚΕ είναι σταθερά υπέρ του σοσιαλισμού, φυσικά όπως τον γνώρισε και τον καταλαβαίνει. Υπέρ του κλασσικού μαρξισμού, αν και με μια σχηματοποιημένη ανάγνωση. Το ΚΚΕ δεν είναι ούτε μικροαστικό ούτε ρεφορμιστικό κόμμα. Απλά αντανακλά την θεωρητική και πολιτική κατάσταση μιας μερίδας της εργατικής τάξης, φθίνουσας ποιοτικά αλλά όχι κατ΄ ανάγκην ποσοτικά (διότι η χειρωνακτική εργασία στη βάση της μηχανικής παραγωγής παραμένει, και αναπαράγεται σε ένα βαθμό και στην βάση της αυτοματοποιημένης). Η κοινωνική συμμαχία για τον σοσιαλισμό πρέπει να περιλαμβάνει και αυτήν την μερίδα που προς το παρόν μάλιστα είναι πλειοψηφική. Και αν όπως είπαμε αδυνατεί να ανοίξει δρόμους στην θεωρία, έχει άλλα χρήσιμα χαρακτηριστικά: οργανωτικότητα, πείσμα, αγωνιστικότητα, πειθαρχία, που δεν τα έχει ή δεν τα έχει στον ίδιο βαθμό η άλλη, η σύγχρονη μερίδα. Φυσικά εναπόκειται στο ίδιο το ΚΚΕ το τι δρόμο θα διαλέξει. Όσο παραμένει στα σχήματα της πάλης κατά του «οπορτουνισμού», δυσκολεύει την ενότητα δράσης και μάλιστα αντικειμενικά παίζει ένα διασπαστικό ρόλο. Πιθανά να εξελιχθεί σε θετικότερη κατεύθυνση ιδεολογικά και πολιτικά αν η επαναστατική θεωρία ανανεωθεί πειστικά, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Επίσης στο σοσιαλιστικό αύριο έχει θέση στα πλαίσια του σοσιαλιστικού πλουραλισμού. Είναι μάλλον πρόωρο να προσπαθήσουμε να μαντεύσουμε από τώρα τι στάση θα κρατήσει, δηλαδή αν θα έχει μια στάση δημιουργική ή εχθρική όσον αφορά την διαδικασία προς τον σοσιαλισμό[13].


3. ΣΥΝ: ανοικτός σε δύο ενδεχόμενα.

Ο ΣΥΝ εκφράζει μια μερίδα της εργατικής τάξης που σήμερα είναι σε σύγχυση. Βρίσκεται υπό ριζοσπαστικοποίηση, αλλά σε ένα βαθμό και κάτω από αστική επιρροή. Αυτή την κατάσταση φαίνεται να αντανακλά σε γενικές γραμμές το πρόγραμμα του ΣΥΝ.


Τα θετικά στοιχεία:

Το πρόγραμμα κάνει λόγο για σοσιαλισμό. Αναφέρει επίσης ότι ο καπιταλισμός δεν βελτιώνεται:

«Στρατηγικός στόχος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ο σοσιαλισμός, ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στον κόσμο, ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα. Κοινή πεποίθηση όλων των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, όλων των δυνάμεων που συσπειρώνει, ενταγμένων και ανέντακτων, είναι ότι το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού συσσώρευσε και εξακολουθεί να συσσωρεύει μύρια δεινά για ολόκληρη την ανθρωπότητα και ότι ο σκληρός πυρήνας του -η απόλυτη προτεραιότητα του κέρδους- δεν επιδέχεται εξωραϊσμό».

Επίσης μιλάει για μια οικονομία των αναγκών στην θέση του καπιταλιστικού κέρδους. Μιλάει για μια διαφορετική κοινωνία με κριτήρια την απασχόληση (και μάλιστα ποιοτικές θέσεις εργασίας, μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα), το περιβάλλον (και όχι την πράσινη καπιταλιστική οικονομία), την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Μιλά για ανακατανομή πόρων αλλά και εξουσιών, για δημοκρατικά και ατομικά δικαιώματα, για πολιτιστική αναγέννηση. Έχει μια σειρά επεξεργασμένες προτάσεις, που μπορούν να αρχίσουν να υλοποιούνται ανάλογα με τους αγώνες που θα αναπτυχθούν και τους πολιτικούς συσχετισμούς, από σήμερα. Και προτείνει ένα δημοκρατικό δρόμο, που θα επιβάλλει αλλαγές σύμφωνα με την θέληση της πλειοψηφίας, με κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, που αρχίζει από σήμερα. Τέλος σημαντικό είναι ότι θεωρεί τον σοσιαλισμό σαν μια διεθνή υπόθεση, με διεθνείς περιορισμούς και παραμέτρους. Ως εδώ καλά.

Τα προβληματικά στοιχεία:

Όμως ο σοσιαλισμός παραμένει μια φράση, δεν περιγράφονται ούτε κατ ελάχιστον τα βασικά του χαρακτηριστικά (για κομμουνισμό δεν κάνει καθόλου λόγο). Ούτε κάνει λόγο για κατάργηση της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σαν προϋπόθεση για την κοινωνία που προτείνει. Κάποια σημεία μάλιστα δίνουν την εντύπωση ότι ο σοσιαλισμός του περιορίζεται σε κάποια κοινωνικά αγαθά (υγεία, παιδεία, κοινή ωφέλεια), ενώ τα υπόλοιπα αγαθά θα παράγονται στον καπιταλιστικό τομέα. Επίσης κάποια σε έναν ασαφή τρίτο τομέα (ούτε ιδιωτικό, ούτε κρατικό):

«Με αυτό τον τρόπο, συνδέουμε την πορεία ανάπτυξης της χώρας με τη συγκρότηση ενός δημόσιου τομέα που δεν θα είναι ούτε ιδιωτικός ούτε κρατικός και ο οποίος δεν θα αποσκοπεί στο κέρδος. Ο τομέας αυτός θα οργανώνεται υπό μορφές οικονομικής δραστηριότητας υβριδικές ή μεταβατικές -συνεταιρισμοί, ενώσεις, ταμεία αλληλοβοήθειας, αυτοδιαχειριζόμενες οικονομικές μονάδες, κοινοπραξίες, εταιρείες λαϊκής βάσης, επιχειρήσεις ειδικού κοινωνικού σκοπού κ.λ.π.- που μπορεί μεν να λειτουργούν υπό τους καταναγκασμούς του καπιταλιστικού πλαισίου αλλά με όρους, τρόπους και σκοπούς που θα το υπερβαίνουν. Στόχος τους είναι να ικανοποιούν τις κοινωνικές ανάγκες και όχι την κρατική ή την ατομική ιδιοτέλεια, ενόσω θα λειτουργούν με βάση είτε την αρχή «ούτε κέρδη ούτε ζημιές» είτε με πλεόνασμα, το οποίο όμως δεν θα αποτελεί πηγή πλουτισμού αλλά πόρο για τη διεύρυνση της παραγωγής, τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων αγαθών ή υπηρεσιών».


Εκτός προβληματικής επίσης παραμένουν οι έννοιες σχέδιο-αγορά, κοινωνικοποίηση, χρηματικές και εμπορευματικές σχέσεις, το μέλλον της εργασίας κτλ. Κρίσιμη είναι η αδυναμία κριτικής εξέτασης της εμπειρίας των κοινωνιών του πρώιμου σοσιαλισμού για την εξαγωγή συμπερασμάτων για το μέλλον, εκτός από την κάπως επιφανειακή (και αυτονόητη σήμερα) αντίληψη για την ανάγκη δημοκρατίας και ελευθερίας.


Προς τον σοσιαλισμό, ή την σοσιαλδημοκρατία;

Είναι φανερό ότι εδώ πρόκειται για ένα ημιτελές πρόγραμμα. Δεν είναι σίγουρο αν θα εξελιχθεί προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού, ή της αστικής διαχείρισης (της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας). Η εξήγηση που δίνει το ίδιο το κείμενο είναι ότι δεν θέλει να δεσμεύσει τους μελλοντικούς αγώνες με σχέδια που είναι υπό διαμόρφωση:

«Έχουμε πλήρη συνείδηση ότι η νέα οικονομία των αναγκών που προτείνουμε θέτει ένα πλήθος ερωτημάτων στα οποία δεν είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε ολοκληρωμένα. Δεν μπορούμε να προφητέψουμε τις μέλλουσες εξελίξεις και τις επιταχύνσεις ή τις επιβραδύνσεις του ιστορικού χρόνου, δεν μπορούμε να προδικάσουμε τους αγώνες που θα αναληφθούν και τη συλλογική πείρα που μέλλει να συσσωρευτεί συναφώς, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις θεωρητικές επεξεργασίες που θα απαιτηθούν»

Μετά από αυτές τις σημαντικές ελλείψεις για ένα πρόγραμμα αριστερού κόμματος, λίγη σημασία έχει το μέρος των συγκεκριμένων διεκδικήσεων, όπου συνυπάρχουν μια σειρά θετικές ιδέες[14], με άλλες προβληματικές, όπως η εντύπωση που δίνεται για υποσχέσεις υπερβολικής αύξησης του βιοτικού επιπέδου πέραν πάσης λογικής, οι προτάσεις για υπερχρηματοδότηση τομέων χωρίς πειστική υπόδειξη των πόρων, οι νεολουδίτικες απόψεις για τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, το χαΐδεμα των μικροαστικών στρωμάτων (αντί για περιορισμό της εκτεταμένης φοροδιαφυγής τους ο ΣΥΝ προτείνει και άλλες φοροαπαλλαγές), οι παροχές προς σχεδόν όλους (σε στυλ ΠΑΣΟΚ), μια κάπως ουτοπική μεταναστευτική πολιτική, μια υπερβολή στον προσανατολισμό σε κάποιες ομάδες όπως οι φυλακισμένοι κτλ.

Η αντιφατική φυσιογνωμία του ΣΥΝ, που επαναλαμβάνουμε αντανακλά τη μεταβατική κατάσταση της σύγχρονης εργατικής τάξης, φυσικά δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ΣΥΝ είναι ή θα εξελιχθεί σε ένα άλλο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Οι ταξικοί και πολιτικοί αγώνες και η εμπειρία που θα δίνουν στις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί, οι συμμαχίες του με άλλες μικρές οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, καθώς και η θεωρητική δουλειά που μπορεί να αναλάβουν δυνάμεις του χώρου του, μπορεί να τον οδηγήσουν σε παραπέρα ριζοσπαστικοποίηση[15] και θεωρητική-προγραμματική αποσαφήνιση. Αυτή θα είναι μια πολύ θετική εξέλιξη για την υπόθεση του σοσιαλισμού στην χώρα μας.



[1] Τον Απρίλη έγινε και η προγραμματική συνέλευση του ΣΥΡΙΖΑ, στα ίδια περίπου πλαίσια του ΣΥΝ.

[2] Για την ακρίβεια είναι υπό διαμόρφωση, ακόμα δεν κυριαρχεί ποσοτικά.

[3] Οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, σχετίζονται με ένα στενό κύκλο διανοουμένων και φοιτητών, και έχουν πολύ μικρή επίδραση στην ταξική και πολιτική πάλη.

[4] Έκφραση Λένιν και Μπουχάριν.

[5] Η επικαιρότητα του σοσιαλισμού τον 21ο αιώνα, ΔΙΑΠΛΟΥΣ τ.15/2006

[6] Πχ Ρούσης (ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς), ή και Catone (περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ) με μια έννοια.

[7] Η Λούξεμπουργκ έκανε μια σχετική κριτική στους μπολσεβίκους, μη καταλαβαίνοντας ότι οι μπολσεβίκοι δεν θα μπορούσαν να σταθούν με δημοκρατικές μεθόδους, και ότι αναγκάστηκαν να καταργήσουν βασικές αντιπροσωπευτικές μορφές όπως η Συντακτική.

[8] Ο Λένιν θεωρητικοποίησε αυτήν την αντίληψη με το ιδεολόγημα ότι δεν μπορεί να κατακτηθεί η πλειοψηφία πριν κατακτηθεί η εξουσία. Φυσικά και δεν μπορεί σε συνθήκες που δεν έχει ωριμάσει η αναγκαιότητα του κομμουνισμού. Σε συνθήκες που ο καπιταλισμός πραγματικά (και όχι στο μυαλό μας) έχει φάει τα ψωμιά του, οι επαναστατικές ιδέες λογικά θα γίνουν ηγεμονικές, και η Αριστερά θα κατακτήσει την πλειοψηφία.

[9] Χαρακτηριστικά γίνεται λόγος και για αστικές αντιλήψεις εντός του κόμματος, οδηγώντας σε ένα καθεστώς ιδεολογικής τρομοκρατίας και αυτολογοκρισίας.

[10] Θέση που δέχτηκε κριτική από μια σειρά στελέχη όπως ο πρώην γραμματέας της ΚΟΑ Β. Καλαματιανός, που δεν εκλέχτηκε ούτε στην ΚΕ.

[11] Θέση που συγκέντρωσε την έντονη κριτική πολλών στον προσυνεδριακό διάλογο.

[12] Πιο αναλυτικά δες Πολίτη Διονύση: «κομμουνιστική προοπτική: πέρα από την ουτοπία…», στο http://dionisispolitis.blogspot.com/

[13] Ιστορικά έχουμε παραδείγματα κομμάτων που κράτησαν δημιουργική στάση σε διαδικασίες που δεν καθοδήγησαν τα ίδια, όπως το ΚΚ Κούβας, που συγχωνεύτηκε αργότερα με το κίνημα του Κάστρο, ή το ΚΚ Βενεζουέλας σήμερα.

[14] Όπως οι ποιοτικές θέσεις εργασίας, τα κριτήρια λειτουργίας των δημόσιων επιχειρήσεων, η οικονομία των αναγκών και συλλογικών αγαθών στην θέση του καπιταλιστικού κέρδους.

[15] Η επιθυμία του ΚΚΕ να στραφεί ο ΣΥΝ προς τα δεξιά (κεντροαριστερά), για να ηγεμονεύσει το ίδιο στην Αριστερά, είναι κοντόφθαλμη και άκρως επιβλαβής.

27/5/09

για την εξέγερση του Δεκέμβρη.

(ΔΙΑΠΛΟΥΣ τεύχος 30)


Τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα τον Δεκέμβρη αξίζει να συζητηθούν ξανά και ξανά. Και αυτό πολύ περισσότερο γιατί η ερμηνεία αλλά και τα συμπεράσματα που θα βγουν πρέπει να αποφεύγουν τον υποκειμενισμό και την μονομέρεια, κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν διασταυρωθούν όλες οι αντικρουόμενες ή διαφορετικές απόψεις.

Εξέγερση ή κάτι άλλο;

Ο χαρακτηρισμός των γεγονότων του Δεκέμβρη δέχτηκε διαφορετικές ερμηνείες και από διαφορετικές σκοπιές. Το ΚΚΕ πχ επικεντρώνει στα σχέδια παρακρατικών και άλλων κέντρων, και κράτησε από επιφυλακτική μέχρι εχθρική στάση. Άλλοι, εκτιμούν ότι «οι κινητοποιήσεις αυτές έρχονται από το μέλλον, γιατί δίνουν μια ιδέα για τις εξεγέρσεις που θα έρθουν αναπόφευκτα». Τι πραγματικά συνέβη;
Πιστεύουμε ότι στα γεγονότα εκείνα είχαμε τρία παράλληλα φαινόμενα, με πολύ διαφορετικό όμως ειδικό βάρος το καθένα:
  • Το πρώτο και κύριο ήταν μια αυθόρμητη νεανική εξέγερση, μαζική και αυθεντική, που συμπύκνωνε την αγανάκτηση της νεολαίας για όλα τα αδιέξοδα που βιώνει στην εκπαίδευση και την εργασία, αλλά τυφλή, χωρίς αιτήματα και σχέδιο διεξόδου, με ηγεμονία αναρχοαυτόνομων αντιλήψεων ως προς τις μορφές πάλης και ίσως και τα συνθήματα.
  • Παράλληλα, και σαν μέτρο αντιμετώπισης της (αλλά και πιθανόν με ευρύτερους σχεδιασμούς) είχαμε την δραστηριοποίηση μηχανισμών προβοκάτσιας, παρακρατικών ή και κρατικών. Μηχανισμών που αξιοποιούσανε στους σχεδιασμούς τους και μέρος του αναρχοαυτόνομου χώρου.
  • Τέλος, και σαν υποπροϊόν της μαζικής εξέγερσης αλλά και της δράσης των παρακρατικών μηχανισμών, είχαμε και κάποια περιθωριακά, και μάλλον αμελητέα σε σχέση με αντίστοιχες καταστάσεις σε άλλα μέρη του κόσμου, φαινόμενα πλιάτσικου. Η μόνη σοβαρή πλευρά αυτού του φαινομένου ήταν η δόλια αξιοποίηση τους από κάποια ΜΜΕ.

Απέναντι σε ένα τόσο περίπλοκο φαινόμενο αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της Αριστεράς δύο διαφορετικές στάσεις:
  • Στο όνομα των όποιων προβοκατόρικων φαινομένων να καταδικαστεί το κίνημα στο σύνολο του (στάση που υιοθέτησε το ΚΚΕ).
  • Στο όνομα της υπεράσπισης του κινήματος να αγκαλιαστούν ή να φαίνεται ότι αγκαλιάζονται και οι πράξεις τυφλής και αναποτελεσματικής βίας (στάση που υιοθέτησε σε γενικές γραμμές ο ΣΥΡΙΖΑ, και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά).

Μια τρίτη, κατά την γνώμη μας, πιο σωστή στάση θα ήταν η αποφασιστική υπεράσπιση του κινήματος, ακόμα και κάποιων αυθόρμητων εκδηλώσεων του, που δικαιολογούνται από το επίπεδο (αν)ωριμότητας του, αλλά αυτή η υπεράσπιση να συνοδεύεται από την εξίσου αποφασιστική καταδίκη των προβοκατόρικών σπασιμάτων και μπάχαλου. Και κάτι παραπάνω: όχι μόνο καταδίκη αλλά και παρέμβαση για τον περιορισμό τους. Παρέμβαση στις Γενικές Συνελεύσεις και τις καταλήψεις για λήψη σχετικών αποφάσεων, και λήψη μέτρων περιφρούρησης στην διάρκεια των κινητοποιήσεων. Ούτε δραπέτευση σε μοναχικές πορείες (όπως το ΚΚΕ), ούτε τακτική πόντιου Πιλάτου όπως ο ΣΥΡΙΖΑ («τι να κάνουμε, οι αναρχοαυτόνομοι τα σπάνε»), ούτε φυσικά ενθάρρυνση, όπως κάποιες συνιστώσες της εξωκοινοβουλευτικής (αλήθεια τι σημαίνει τα σπασίματα να μην είναι τυφλά, αλλά στοχευμένα; Να σπάνε μόνο τζιπ και όχι μικρά αυτοκίνητα; Θα εκδίδονται οδηγίες σπασίματος αυτοκινήτων συγκεκριμένου …κυβισμού;) .

Η εξέγερση και η Αριστερά.

Φυσικά σε τέτοια μεγάλα γεγονότα όλοι μπαίνουν κάτω από μεγεθυντικούς φακούς και κρίνονται σε πανεθνική κλίμακα. Και κυρίως η Αριστερά. Όμως χρειάζεται σοβαρότητα. Για παράδειγμα, κατά την γνώμη μας το ΚΚΕ κράτησε την χειρότερη στάση. Έχοντας φοβική στάση απέναντι στο αυθόρμητο, και έχοντας σαν πολιτική το να πολεμά ότι δεν ελέγχει, κράτησε την στάση που κράτησε, υπονομεύοντας τις σχέσεις του με την ριζοσπαστική νέα γενιά. Αλλά από αυτό μέχρι την εκτίμηση ότι «συντάχθηκε με την κυβέρνηση ενάντια στο κίνημα…», ή ότι είναι επαίσχυντη η αναφορά σε κουκουλοφόρους, ή ότι «σέβεται τα ιερά και τα όσια του συστήματος»(;;) έχει …κάποια διαφορά. Και είναι πολύ περισσότερο περίεργη τέτοια εκτίμηση όταν όλοι ξέρουμε ότι στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος υπάρχουν περιστατικά όχι και πολύ αβρούς αντιμετώπισης κινημάτων με αναρχίζουσα ηγεμονία (πχ Κροστάνδη).

Ενδιαφέρον έχει να τεκμηριώσουμε τις αναλύσεις μας με κάποια στοιχεία για το πώς εκτιμήθηκε η στάση κάθε κόμματος από την ίδια την εργατική τάξη.
Η δική μας αίσθηση είναι ότι το μεν ΚΚΕ υπονόμευσε σημαντικά τους δεσμούς του με την νεολαία, και απλά κέρδισε μια εκτίμηση σε κάποια συντηρητικά στρώματα. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ ενώ διατήρησε μια ζωντανή σχέση με ριζοσπαστικά τμήματα νεολαίας από την άλλη υπονόμευσε την ευρύτερη επιρροή του σε στρώματα εργαζομένων. Αν και δεν δημοσιεύτηκαν στοιχεία για την γνώμη κάθε τάξης ξεχωριστά, τα γενικά, δίνουν μια κατά προσέγγιση εικόνα. Για να μην κουράσουμε παραθέτοντας πίνακες, αντιγράφουμε την ανάλυση του Γ. Μαυρή (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/12/2008):
«Από την πρόσφατη κρίση, φαίνεται να ενισχύονται εκλογικά -μέχρι στιγμής- το ΠΑΣΟΚ (+1%) και το ΚΚΕ (+0,5%) και να αποδυναμώνονται η ΝΔ (-1%), και ο ΣΥΡΙΖΑ (-1%)…
Η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί, σε μεγάλο βαθμό, την κοινωνική της όσμωση, στο χώρο των νεότερων ηλικιακών ομάδων (24% στις ηλικίες 18-34 ετών). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την ευρύτερη κοινωνική απήχηση του κόμματος. Τόσο η δημοτικότητα του Α.Τσίπρα (-13%), όσο και η δημοτικότητα του κόμματος (επίσης -13%), καταγράφουν -μέσα σε 10 ημέρες- τις μεγαλύτερες απώλειες μεταξύ των πολιτικών αρχηγών και των κομμάτων Σημαντικές απώλειες καταγράφονται επίσης και στο δείκτη «καλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης(-8%) » …

Και στο μέλλον τι;

Μετά την νεολαιίστικη εξέγερση ακολούθησε η εξέγερση των αγροτών. Προφανώς με μικρότερη μαζικότητα αλλά όχι υποδεέστερη σε μορφές πάλης (το κλείσιμο των οδών αποτελεί μορφή βίας μάλλον πιο πιεστική και καταστροφική από το σπάσιμο μερικών βιτρινών). Εδώ βέβαια είχαμε εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Εκείνο που θέλει εξέταση είναι το τι μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον. Ποιες είναι οι μορφές με τι οποίες θα κινηθούν οι εργαζόμενες τάξεις, θα είναι οι ίδιες με αυτές του Δεκέμβρη ή διαφορετικές; Αν και τίποτα δεν αποκλείεται, και η Αριστερά θα έπρεπε να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο, αίσθηση μας είναι ότι τουλάχιστον η μερίδα της σύγχρονης εργατικής τάξης, που διευρύνεται και αποκτά όλο και μεγαλύτερο πολιτικό ειδικό βάρος, δυσκολεύεται να κινηθεί με τέτοιες μορφές. Οι πιθανότερες μορφές κίνησης της φαίνεται να είναι η μαζική συσπείρωση γύρω από ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών αντικαπιταλιστικών αλλαγών, ρεαλιστικών σε ένα βαθμό από σήμερα, που στην πορεία της διεκδίκησης υλοποίησης τους, όχι μόνο στην χώρα μας αλλά και διεθνώς, θα μπαίνει και θα λύνεται το ζήτημα της εξουσίας. Σε μια τέτοια στρατηγική ανάγκη προσπάθησε να δώσει απάντηση το πρόσφατο έκτακτο συνέδριο του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, αλλά το κατά πόσο αυτό έγινε πετυχημένα, είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει.

8/4/09

κομμουνιστική προοπτική: πέρα απο την ουτοπία...

(εισήγηση στην ημερίδα των ομίλων επαναστατικής θεωρίας τον Απρίλη 2009)


«ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σε αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την σημερινή κατάσταση πραγμάτων»[1].


Ο Μαρξ είχε πει κάπου ότι δεν του αρέσει να μαγειρεύει φαγητά για τις κουζίνες του μέλλοντος, αλλά είχε προδιαγράψει μερικά χαρακτηριστικά[2] όπως μπορούσε κατά την γνώμη του να τα προβλέψει από την όλη κίνηση του καπιταλισμού, και γενικά της ιστορικής εξέλιξης. Φυσικά δεν είναι μόνο η απόσταση του χρόνου που επιβάλλει την επανεξέταση τους. Είναι κυρίως η εμπειρία από τις πρώιμες προσπάθειες οικοδόμησης κομμουνιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ, αλλά και τα νέα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού που δίνουν πλούσιο υλικό αναστοχασμού. Κάτω από αυτήν την εμπειρία δεν είναι παράξενο κάποιες παλιότερες θεωρήσεις να μας φαίνονται όχι ακριβείς, ίσως και λαθεμένες, σημαδεμένες από μια ουτοπική αντίληψη, από την οποία οι μαρξιστές δεν είναι πάντα αρκετά προφυλαγμένοι.

Για παράδειγμα είναι αρκετά διαδεδομένη η αντίληψη για τον κομμουνισμό[3], σαν την κοινωνία όπου ο καθένας θα προσφέρει σύμφωνα με τις ικανότητες του και θα αμείβεται σύμφωνα με τις ανάγκες του[4]. Ή διατύπωση αυτή μας φαίνεται αρκετά προβληματική και στην παρέμβασή μας θα προσπαθήσουμε να το αποδείξουμε, δείχνοντας ταυτόχρονα τι θα θεωρούσαμε σαν ακριβέστερη περιγραφή του.



Προς ένα τέλος ή μια φάση μιας εξελισσόμενης διαδικασίας;


Ο κομμουνισμός συχνά κατανοείται σαν ένα τέλος[5] της ιστορίας (αν και περιγράφεται σαν το τέλος της προϊστορίας της ανθρωπότητας), όπου όλα τα προβλήματα θα είναι λυμένα, κάτι σαν ένας επίγειος παράδεισος. Μερικοί κατανοούσαν και τον σοσιαλισμό κάπως έτσι, και βλέποντας την πρώτη προσπάθεια εφαρμογής του απογοητεύτηκαν τόσο που κατέληξαν στο ότι αυτό δεν ήταν σοσιαλισμός. Τι λύνει ο κομμουνισμός; ο Μαντέλ λέει μόνο έξι-εφτά αντιθέσεις[6]. Εμείς αμφιβάλλουμε αν λύνει τόσο πολλές. Σίγουρα πρέπει να σταματήσει η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Θα δρομολογηθεί η λύση και άλλων αντιθέσεων όπως: Μεταξύ πνευματικής και φυσικής εργασίας ή καλλίτερα μεταξύ καταναγκαστικής και δημιουργικής εργασίας (αν και παρακάτω θα δούμε κάποιους περιορισμούς). Μεταξύ διοικητικής και εκτελεστικής. Μεταξύ πόλης και χωριού (ο Βαζιούλιν λέει ότι και αυτή δεν μπορεί να λυθεί πλήρως όσο βασικό μέσο αγροτικής παραγωγής παραμένει η γη και τα ζώα[7]). Να πούμε εξ αρχής ότι ούτε μπορούμε να φανταστούμε τι καινούργιες αντιθέσεις θα προκύψουν τι στιγμή μάλιστα που η λύση της βασικής αντίθεσης φέρνει στο προσκήνιο άλλες, όχι κατ΄ ανάγκην ταξικές με την σημερινή έννοια, που σήμερα δεν φαίνονται τόσο σημαντικές (πχ μεταξύ νέων και ηλικιωμένων). Θα δούμε παρακάτω ότι μια βασική αντίθεση πιστεύουμε ότι θα είναι από τη μια οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες και από την άλλη οι περιορισμένοι πόροι του πλανήτη μας (η ιδέα ότι θα επεκταθούμε στο διάστημα ξεφεύγει από τα όρια της πολιτικής θεωρίας και αγγίζει την μελλοντολογία, ξεπερνάνε τα όρια του θεωρητικά προβλέψιμου και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι προβλήματα που μπορούν να λυθούν σήμερα).

Πάντως κάθε τάξη θεωρεί ότι το σύστημα που εγκαθιδρύει είναι το τελικό, το φυσικό, και το καλλίτερο. Η εργατική δεν πρέπει να πέσει σε αυτήν την αυταπάτη. Η ανθρωπότητα θα συνεχίσει τον δρόμο της και κάποτε στο μέλλον θα φανεί η ανεπάρκεια αυτού που σήμερα περιγράφουμε σαν κομμουνισμό, και οι καινούργιες αντιθέσεις θα οδηγήσουν σε καινούργιους τύπους κοινωνίας.

Ο Μαρξ έκανε ένα σημαντικό βήμα, προσπαθώντας να ξεκόψει από τον λεγόμενο ουτοπικό σοσιαλισμό. Ξεκαθάρισε στην Γερμανική Ιδεολογία ότι δεν προσπαθεί να φτιάξει τον κόσμο σύμφωνα με κατασκευασμένες θεωρίες, αλλά να προβλέψει την πραγματική εξέλιξη. Εμείς σήμερα, με αυτήν την μεθοδολογία, στηριγμένοι στην εμπειρία μιας προσπάθειας πρώτης οικοδόμησης, πρέπει να κάνουμε ένα δεύτερο βήμα, καθαρίζοντας την θεωρία μας από σημαντικό μέρος ουτοπικής σκουριάς που απομένει.


Σημαντικό είναι επίσης να καταλάβουμε ότι κάθε κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός περιλαμβάνει έναν κύριο, και άλλους δευτερεύοντες και υπηγμένους. Δεν είμαστε σίγουροι ότι και στον κομμουνισμό δεν θα υπάρχει πχ αυτοαπασχόληση. Η μηχανική παραγωγή οδηγούσε στην αντίληψη της μεγάλης παραγωγής, συγκεντρωμένης σε μεγάλες επιχειρήσεις, με σκοπό ένα ενιαίο αυτοματοποιημένο σύμπλεγμα. Οι νέες τεχνολογίες απαιτούν να ξανασκεφτούμε την παραγωγική δομή. Μπορεί να υπάρχει ένας βασικός αυτοματοποιημένος σκελετός, κοινωνικοποιημένος, αλλά να συνδέονται με αυτόν εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενοι ανεξάρτητοι παραγωγοί. Έχει σημασία να καταλάβουμε -με όλες τις συνέπειες του τι σημαίνει αυτό-, ότι ο κλασσικός μαρξισμός δεν γνώριζε τις νέες τεχνολογίες, η θεωρία του οικοδομήθηκε στην μηχανική παραγωγή, και οι μαρξιστές που άρχισαν να τις γνωρίζουν δυσκολεύονταν και ακόμα σε μεγάλο βαθμό δυσκολεύονται να αναπροσαρμόσουν τις αντιλήψεις τους. Κυριαρχία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής δεν σημαίνει κατ ανάγκην και αποκλειστικά κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν βρισκόμαστε στην αρχή του ή σε ένα προχωρημένο στάδιο του, δηλαδή δεν μιλάμε για τον σοσιαλισμό, αλλά για την καθ εαυτό κομμουνιστική κοινωνία.

Το λέμε αυτό γιατί ενώ θεωρούμε υλική βάση του την αυτοματοποίηση, δεν είναι σίγουρο ότι όλες οι ανθρώπινες εργασιακές δραστηριότητες υπόκεινται σε αυτοματοποίηση. Άρα θα διατηρούνται τομείς που απαιτούν χαμηλότερης ποιότητας εργασία, δηλαδή εκτός κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.


Τέλος, κατανοώντας τον κομμουνισμό σαν μια κοινωνία με αντιθέσεις, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι θα καταργηθεί και η πολιτική ζωή[8]. Φυσικά μιλάμε για μια πλουραλιστική ζωή, με κυρίαρχα τα αμεσοδημοκρατικά στοιχεία, αλλά και πιθανόν μορφές αντιπροσώπευσης. Αλλιώς πως θα λύνονται τα επίδικα ζητήματα; Η αντίληψη για πλήρη κατάργηση των μηχανισμών διαχείρισης (κράτος) στηρίζεται μάλλον σε μια βιβλική εικόνα αγγέλων, παρά στα πραγματικά δεδομένα, όπως τουλάχιστον μπορούμε να τα φανταστούμε σήμερα.


αποτέλεσμα πολιτικών διαδικασιών ή φυσικοιστορικής εξέλιξης;

Να αναφέρουμε εδώ μια άλλη, κατά την γνώμη μας, λανθασμένη ιδέα, που πάντως δεν είναι του Μαρξ, ότι δηλαδή οι κομμουνιστικές σχέσεις δεν μπορούν να δημιουργηθούν στα πλαίσια του καπιταλισμού, αλλά δημιουργούνται «τεχνητά» μετά την σοσιαλιστική επανάσταση. Πιστεύουμε πως αυτό δεν είναι σωστό. Και όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Μαρξ προσπαθούσε να δει στα συνεταιριστικά εργοστάσια των εργατών τα φύτρα της μελλοντικής κοινωνίας. Αλλά γιατί ένα σύστημα παραγωγής και διανομής δεν εμφανίζεται από το πουθενά σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Πιστεύουμε ότι όχι μόνο οι προϋποθέσεις αλλά και μορφές κομμουνισμού δημιουργούνται από σήμερα. Τι είναι η δωρεάν παιδεία και η δωρεάν υγεία σήμερα; τα οικογενειακά επιδόματα; Δεν είναι κατανομή σύμφωνα με τις ανάγκες; Δεν είναι κομμουνιστική σχέση; Ή τι είναι το αίτημα για εγγυημένο κατώτατο εισόδημα; Ακόμα και οι αστικές κρατικοποιήσεις ή ο αστικός σχεδιασμός είναι σχέσεις από το μέλλον, δεν αντιστοιχούν ακριβώς στον καπιταλισμό[9]. Άλλο αν στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι υποταγμένες στο κύριο σκοπό του, το καπιταλιστικό κέρδος, και εμφανίζονται σαν αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων. Το ότι η πάλη των τάξεων οδηγεί σε αυτές ακριβώς τις μορφές, και όχι σε άλλες δείχνει ότι δεν πρόκειται για τεχνητές μορφές που η εργατική τάξη θα εισάγει βουλησιαρχικά, αλλά για μορφές που αντιστοιχούν στις κοινωνικοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις. Αλλιώς η θεμελίωση της αναγκαιότητας του κομμουνισμού δεν θα γίνεται στην βάση της οικονομικής αποτελεσματικότητας αλλά στην βάση ηθικών και ανθρωπιστικών κριτηρίων. Και δυστυχώς ο κοινούς νους (αλλά και πολλοί μαρξιστές) έτσι καταλαβαίνουν τον κομμουνισμό, σαν ζήτημα ηθικής τάξης, δικαιοσύνης και όχι σαν πιο αποτελεσματικό τρόπο παραγωγής, σαν τεχνική αναγκαιότητα των αυτοματοποιημένων παραγωγικών δυνάμεων.



Εδώ να αναφέρουμε πως εμείς καταλαβαίνουμε την ιστορική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα συντελούνται δυο παράλληλα προτσές, ένα στην επιφάνεια και ένα πιο υπόγειο. Το υπόγειο αφορά την εξέλιξη της ενότητας παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, που συντελείται λίγο πολύ αυθόρμητα, χωρίς υποκείμενο, αλλά με κινητήρια δύναμη την ταξική πάλη. Στην επιφάνεια έχουμε τις απότομες αλλαγές σαν αποτέλεσμα της πολιτικής πάλης, με υποκείμενα τάξεις, ή τις πολιτικές πρωτοπορίες τους, που μπορεί να επιβραδύνει ή να επιταχύνει τις εξελίξεις που συντελούνται αυθόρμητα, αλλά όχι να τις εκτρέψει εντελώς. Αυτό δεν είναι ντετερμινισμός. Οι επαναστάσεις είναι οι πιο έντονες μορφές πολιτικής δραστηριότητας. Δεν είναι απαραίτητες για να εμφανιστεί ο καινούργιος τρόπος παραγωγής, αλλά για να επικρατήσει. Στην δουλοκτησία, και στην φεουδαρχία μάλιστα, δεν περάσαμε με επαναστάσεις, αλλά με πρωτοβουλία των ηγετικών τάξεων. Ακόμα και η αστική επανάσταση λειτούργησε διαφορετικά σε διαφορετικές χώρες.

Τέλος, οι αναγκαίες πολιτικές αλλαγές, δεν μπορούν να καθυστερήσουν πέρα από ένα όριο, από τότε που ο νέος τρόπος παραγωγής γίνει τεχνική αναγκαιότητα για τις νέες παραγωγικές δυνάμεις. Αντίστροφα αν οι πολιτικές εξελίξεις επιταχύνουν πολύ τα πράγματα, έχουμε πρώιμη κυριαρχία του νέου τρόπου παραγωγής, με μάλλον τυπική και όχι πραγματική επικράτηση του.



Από την άλλη οι αγώνες του σήμερα πρέπει να διεξάγονται έτσι που να προσανατολίζουν στο αύριο. Δυο παραδείγματα (για το τι δεν πρέπει να γίνεται) είναι η παγκοσμιοποίηση και η ευελιξίας της εργασίας. Επειδή και τα δύο δημιουργούν σοβαρά προβλήματα όταν εξελίσσονται με την ηγεμονία του καπιταλισμού, δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στην καταδίκη τους, αλλά στην αναγκαιότητα της κομμουνιστικής παγκοσμιοποίησης, και της κομμουνιστικής ευελιξίας της εργασίας. Με την στάση της η σημερινή Αριστερά και το εργατικό κίνημα ουσιαστικά αναπολεί την κατάσταση του προηγούμενου σταδίου του καπιταλισμού, που είχαμε εθνικές κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις και σταθερή εργασία. Δηλαδή έχουμε φαινόμενα νεολουδισμού[10].


Κοινωνία της αφθονίας ή της δημιουργικής εργασίας;


Η αντίληψη, ότι ο κομμουνισμός θα έχει μια απεριόριστη παραγωγή, που θα μπορεί να καλύπτει όλες τις ανάγκες, δεν περιορίζεται στον Μαρξ[11] και στον κλασσικό μαρξισμό, αλλά είναι ευρύτατη. Κάποιοι προσθέτουν τις «λογικές», ή τις «βιολογικές» ανάγκες. Να το πούμε καθαρά. Πρόκειται για μη βάσιμη αντίληψη. Κάθε ανάγκη που ικανοποιείται δημιουργεί άλλες στην θέση της. Ή να το θέσουμε διαφορετικά, οι ανάγκες αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις με αριθμητική. Και δεν μιλάμε μόνο για υλικές ανάγκες. Πχ ας σκεφτούμε τι δυσκολίες παρουσιάζει η ικανοποίηση για όλη τα δισεκατομμύρια της ανθρωπότητας η απλή ανάγκη για τουρισμό. Για να μην μιλήσουμε πχ για διαστημικό τουρισμό.

Γενικά είναι δύσκολο να φανταστούμε την δομή των μελλοντικών αναγκών, πέρα από την πρόβλεψη για την απεριόριστη ανάπτυξη τους. Αυτές θα καθορίζονται από την εξέλιξη της τεχνολογίας, από την σπανιότητα των πρώτων υλών, από άλλα περιβαλλοντικά κριτήρια, από τη δομή και τη συγκρότηση της προσωπικότητας κτλ. Πάντως σε κάθε περίπτωση έχει σημασία ο δημοκρατικός και όχι διοικητικός ή αυταρχικός καθορισμός τους.

Μια κατανομή χωρίς κάποιο μέτρο θα δημιουργούσε σοβαρά ζητήματα σπατάλης γενικά αλλά και πρώτων υλών ειδικότερα. Ο αντίλογος είναι ότι θα υπήρχε μια πολύ μεγάλη συνειδητότητα, που θα αντιστάθμιζε αυτήν την τάση. Γενικά είμαστε πολύ επιφυλακτικοί σε μια τέτοια αντιμετώπιση. Η συνείδηση δημιουργείται μεν από το είναι, αλλά έχει και μια αυτοτέλεια, και εδώ μιλάμε για τα δισεκατομμύρια της ανθρωπότητας και όχι για μια προχωρημένη πρωτοπορία.

Τι πιστεύουμε εμείς: σε κάθε φάση η κοινωνία θα καθορίζει ένα ελάχιστο αναγκών που θα καλύπτει δωρεάν χωρίς ισοδύναμο. Το υπόλοιπο θα διανέμεται με βάση την προσφερόμενη εργασία, και μάλιστα την κοινωνικά αναγκαία (νόμος της αξίας). Το ύψος του προφανώς θα εξαρτάται από το ύψος των παραγωγικών δυνάμεων, και το βαθμό απελευθέρωσης της εργασίας. Η απελευθέρωση της εργασίας είναι κρίσιμη γιατί αλλιώς πως θα είναι διατεθειμένος κάποιος να ανταλλάσσει μη ισοδύναμα καταναγκαστικής εργασίας;

Αυτή θα είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να φτάσει σε ένα τέλος γιατί οι ανάγκες όπως είπαμε θα αυξάνουν διαρκώς.

Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που προτείνεται πχ από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι κομμουνιστική μορφή διανομής, και προτείνεται (σωστά ή λάθος είναι ένα άλλο ζήτημα) από σήμερα.


Οι Σοβιετικοί αν και χρησιμοποιούσαν την ιδέα της αφθονίας αγαθών, τελευταία έτειναν σε μια πιο ρεαλιστική θεώρηση, δηλαδή το να θεωρούν τον κομμουνισμό σαν κοινωνία της δημιουργικής εργασίας[12]. Στο τελευταίο εγχειρίδιο επιστημονικού κομμουνισμού (1984, επί Αντρόπωφ), έτσι την περιγράφουν, αν και αυτό το συνδέουν περισσότερο με την διαπαιδαγώγηση, την κομμουνιστική στάση απέναντι στην δουλειά, παρά με τους αντικειμενικούς παράγοντες, την αυτοματοποίηση.

Διερεύνηση φυσικά θέλει και το πραγματικό προτσές μετατροπής της καταναγκαστικής εργασίας σε ζωτική ανάγκη. Αυτό περιλαμβάνει αλλαγές όπως η κατάργηση του ανιαρού και βαρειού χαρακτήρα της χειρωνακτικής ή πνευματικής εργασίας, η μείωση στο ελάχιστο της εργάσιμης μέρας, το ξεπέρασμα του στενού επαγγελματισμού και η πολυειδίκευση, η εξυγίανση των συνθηκών εργασίας, αλλά προπάντων η κατάργηση της εκμετάλλευσης και το αίσθημα νοικοκύρη, η συμμετοχή και ο έλεγχος της παραγωγικής διαδικασίας, και τέλος η σταδιακή μετατροπή της από εργασία εποπτείας των αυτόματων μηχανών σε εργασία ανάπτυξης τους, ή σε μια παραλλαγή ερευνητικής και καλλιτεχνικής εργασίας[13]. Μόνο αυτή η τελευταία μπορεί να παρέχεται δωρεάν στην κοινωνία χωρίς να απαιτεί σαν αντάλλαγμα ένα ισοδύναμο. Αυτή είναι η κομμουνιστική εργασία.

Προφανώς αυτή η διαδικασία προϋποθέτει την προχωρημένη αυτοματοποίηση, αλλά και δεν μπορεί να επεκταθεί σε όλους, απλά θα υπερτερεί ποσοτικά έναντι της άλλης υποδεέστερης εργασίας.


Επίλογος.


Οι μέχρι τώρα εμπειρίες ξεκαθαρίζουν κάπως καλλίτερα πως θα είναι ο κομμουνισμός, αλλά πάντως δείχνουν αρκετά καθαρά πως δεν θα είναι.

Ο κομμουνισμός πιθανότατα δεν θα είναι ο τελευταίος σχηματισμός, ούτε επίγειος παράδεισος χωρίς αντιθέσεις, δεν θα είναι κοινωνία της αφθονίας, θα είναι μια κοινωνία της δημιουργικής (κατά το πλείστον και όχι αποκλειστικά) εργασίας που θα στηρίζεται στην προχωρημένη αυτοματοποίηση. Οπωσδήποτε θα είναι παγκόσμιος, στην βάση της ενοποιημένης ανθρωπότητας. Οι αντιθέσεις του θα είναι η αντικειμενική βάση μιας μάλλον πλούσιας και αυτοδιαχειριστικής πολιτικής ζωής, που θα διευθετεί τα επίδικα ζητήματα, και βάση της παραπέρα εξέλιξής του.



Ενδεικτική βιβλιογραφία.

1. Μαρξ: Γερμανική ιδεολογία, GUTENBERG
2. Μαρξ: κριτική του προγράμματος της Γκόττα
3. Ένγκελς: αντιΝτύρινγκ, Αναγνωστίδης.
4. Βαζιούλιν: η λογική της ιστορίας, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
5. Βαζιούλιν: ιστορία και κομμουνιστικό ιδανικό
6. Παυλίδη: το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ.
7. Συλλογικό: ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του 21ου αιώνα, ΚΑΛΒΟΣ
8. αποφάσεις συνεδρίων: 18ο ΚΚΕ, 1ο ΝΑΡ, Προγραμματικό ΣΥΝ
9. συλλογικό: ΕΣΣΔ, ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του 2000, Σύγχρονη εποχή.
10. συλλογικό: επιστημονικός κομμουνισμός, Σύγχρονη εποχή.



[1] Γερμανική ιδεολογία,

[2] Κυρίως στην Γερμανική ιδεολογία, και στην κριτική του προγράμματος της Γκόττα. Επίσης ο Ένγκελς στο αντιΝτύρινγκ προσθέτει κάποια στοιχεία.

[3] ακριβέστερα την δεύτερη, ώριμη φάση του αν η πρώτη ονομάζεται σοσιαλισμός, θεωρώντας και τις δυο φάσεις σαν φάσεις ενός ενιαίου τρόπου παραγωγής.

[4] Μαρξ, Κριτική στο πρόγραμμα της Γκόττα, όπου κριτικάρει την θέση για «δίκαιη» αμοιβή.

[5] Και με τις δύο έννοιες, του σκοπού και του τελευταίου σχηματισμού.

[6] Μαντέλ: η επικαιρότητα του σοσιαλισμού, σελ. 211, συλλογικό, εκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ,

[7] Λογική της ιστορίας, σελ 406

[8] Η πολιτική ζωή δεν περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τα ζητήματα των τάξεων. Πχ πρόσφατα σχηματίστηκε κόμμα στην Σουηδία για το ελεύθερο λογισμικό (αν και σε συνθήκες ύπαρξης των τάξεων αποκτά και μια ταξική διάσταση).

[9] Ακόμα και η εργασία αρχίζει να απελευθερώνεται από σήμερα, όπως υπαινίσσονται κάποιες μεταφορντικές μορφές οργάνωσης, και η δημιουργική εργασία που κάποια επαγγέλματα, κυρίως πνευματικά, παρέχουν, έστω και στρεβλά υπό την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

[10] Και ένα θετικό παράδειγμα, είναι η διεκδίκηση «ποιοτικών θέσεων εργασίας», θέση που προβάλλει ο ΣΥΝ στο πρόσφατο πρόγραμμα του.

[11] Πάντως ο Μαρξ στην κριτική στο πρόγραμμα της Γκόττα θεωρεί χυδαίο τον σοσιαλισμό που ξεκόβει την διανομή από την παραγωγή, και ρίχνει ιδιαίτερο βάρος στην διανομή. Ας αναλογιστούμε τι ειδικό βάρος έχουν τα αιτήματα αναδιανομής στα προγράμματα της Αριστεράς σήμερα.

[12] Το εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας του Λομονόσωφ, με την μετατροπή της εργασίας σε ανάγκη συνδέει την πραγματική (και ανεπίστρεπτη) επικράτηση του κομμουνισμού. (τόμος 5, σελ 724)

[13] Μια εικόνα από τα σήμερα δίνει η ερευνητική δουλειά που γίνεται από εθελοντές στο ελεύθερο λογισμικό, ή η χρήσιμη εργασία που γίνεται σαν χόμπι από πολύ κόσμο, ή η εργασία που κάνουμε εμείς τώρα.

20/2/09

σκέψεις για την Οκτωβριανή επανάσταση.

-->

(έχει σταλεί στο περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ για δημοσίευση)


Στο παρόν σημείωμα καταθέτουμε κάποιες σκέψεις με αφορμή το πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα του τεύχους 77, μιας και πιστεύουμε ότι η συζήτηση για την Οκτωβριανή επανάσταση πρέπει να ενταθεί σαν προαπαιτούμενο για τον θεωρητικό και προγραμματικό εξοπλισμό του εργατικού και επαναστατικού κινήματος στις μάχες του σήμερα. Αν η δυνατότητα του σοσιαλισμού τον 21ο αιώνα θέλουμε να κρατηθεί ανοικτή, πρέπει να σκύψουμε με προσοχή στα όποια συμπεράσματα βγαίνουν από την έφοδο στον ουρανό του περασμένου αιώνα.
Στο αφιέρωμα παρατέθηκαν διαφορετικές απόψεις από διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα. Να πούμε από την αρχή ότι σε αρκετά σημεία η συζήτηση έδινε την εντύπωση μιας επιστροφής στις ιδεολογικές διαμάχες περασμένων δεκαετιών για την εκ των υστέρων δικαίωση ηττημένων στην εποχή τους απόψεων (με εξαίρεση ίσως την παρέμβαση του Ιταλού Α Catone). Αν και αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό μιας και στο φως των εξελίξεων όλα κρίνονται, εμείς πάντως προτείνουμε να προσανατολιστούμε στο αύριο.
Βέβαια όλοι πια είμαστε αρκετά σοφότεροι (εκτός ίσως εκείνων που εξακολουθούν να ερμηνεύουν τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις με τις έννοιες της προδοσίας του οπορτουνισμού, των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων κτλ, δηλαδή με την αστυνομική-ιδεαλιστική ερμηνεία της ιστορίας), και αυτό φαίνεται και στα άρθρα του αφιερώματος. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι.

Υπήρχε πράγματι δυνατότητα ριζικά διαφορετικού δρόμου;

Κατά την γνώμη μας, είτε διατυπώνεται είτε όχι, ένα βασικό πρώτο ερώτημα είναι αυτό: υπήρχαν εναλλακτικές δυνατότητες στις κρίσιμες καμπές, ή οι βασικές επιλογές ήταν λίγο πολύ υποχρεωτικές; Και αν είναι έτσι μήπως τότε η πορεία ήταν προδιαγραμμένη; Και δεν συνιστά αυτό "μηχανιστικό ντετερμινισμό"; [1]
Αν πιστέψουμε τον Bensaid[2], σε όλες τις κρίσιμες καμπές υπήρχαν βιώσιμα εναλλακτικά σχέδια, συνοδευμένα από τις σχετικές πολιτικές και ιδεολογικές διαμάχες. Αναφέρει μερικά, όπως την επιλογή της ΝΕΠ, την βίαιη κολεκτιβοποίηση, την εντατική εκβιομηχάνιση (ο Μπεττελέμ την ονομάζει «σταλινική»), την έλλειψη δημοκρατίας στην κοινωνία και στο κόμμα, το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Παραλείπει άλλα, όπως την συνθήκη του Μπρέτ-Λιτόβσκ, ή τον τρόπο οργάνωσης των επιχειρήσεων (μονοπρόσωπη διεύθυνση, σοσιαλιστικός φορντισμός, εξωτερική πειθαρχία κτλ). Αυτά τα ζητήματα, και άλλα λιγότερα ίσως σημαντικά, δεν διευθετήθηκαν χωρίς οδυνηρές συγκρούσεις, πολλές από τις οποίες πήραν δραματικές μορφές, μιας και δεν υπήρχε ένας μηχανισμός ομαλής διευθέτησης των πολιτικών διαφορών, όπως ορθά επισημαίνει ο Catone. Το ίδιο και το θεμελιώδες ερώτημα της ιδίας της δυνατότητας οικοδόμησης σοσιαλισμού σε μια και μάλιστα καθυστερημένη χώρα, ερώτημα που κρυβότανε πίσω από τις περισσότερες από τις προηγούμενες επιμέρους διαμάχες.
Παρόλα αυτά το ερώτημα παραμένει. Υπήρχε διαφορετική επιλογή; Ξεφεύγει από τις δυνατότητες του παρόντος μικρού σημειώματος η δυνατότητα να γίνει εκτενής αναφορά. Πάντως η γενική απάντηση μου είναι ότι οι βασικές, στρατηγικές, επιλογές, που καθόρισαν το μέλλον, άρα και την τύχη του νεαρού καθεστώτος, ήταν λίγο πολύ υποχρεωτικές,[3] προδιαγραμμένες από το τι είδους καπιταλισμός προηγήθηκε, αλλά και το διεθνές περιβάλλον:
· Η συνθήκη του Μπρέτ (που τερμάτιζε τις σκέψεις για εξαγωγή της επανάστασης) οφείλονται στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, καθώς και στην άρνηση των εξαθλιωμένων αγροτών να πολεμήσουν (Losurdo).
· Η ΝΕΠ οφείλονταν στην συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο πολεμικός κομμουνισμός θα οδηγούσε στην πείνα, στην εξαθλίωση, και στην καταστροφή, ή με άλλα λόγια σήμαινε την αρχική παραδοχή από τους μπολσεβίκους της ανωριμότητας να οικοδομηθεί σοσιαλισμός σε μια αγροτική χώρα, με ανεπαρκές επίπεδο ανάπτυξης.
· Η βίαιη κολεκτιβοποίηση αντίστοιχα σημαίνει την συνειδητοποίηση των κινδύνων καπιταλιστικής παλινδρόμησης από τις κοινωνικές επιπτώσεις της ΝΕΠ. Ακολουθείται λοιπόν ένας δρόμος που οδηγεί στην μαζική βία, στην γιγάντωση των γκουλάγκ, σε έναν δεύτερο εμφύλιο πόλεμο που εξαπολύθηκε από τα πάνω, όπως πετυχημένα αναφέρει ο Losurdo. Αντίστοιχα και η εντατική εκβιομηχάνιση, που σήμαινε δραστική περικοπή βασικών καταναλωτικών αγαθών, βίαια απόσπαση του αγροτικού πλεονάσματος[4], πείνα και διανομή ψωμιού με το δελτίο. Όλες αυτές οι επιλογές φέρνουν την σοβιετική εξουσία σε ευθεία αντίθεση με την μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών, και μεγάλες μερίδες εργατών.
· Τότε είναι που κρίνεται και το ζήτημα της δημοκρατίας. Η δημοκρατία στις τότε συνθήκες φαντάζει όχι μόνο πολυτέλεια, αλλά γίνεται και επικίνδυνη. Η εξουσία μεταβιβάζεται διαδοχικά, από την τάξη στο κράτος, από το κράτος το κόμμα, από το κόμμα στην καθοδηγητική ομάδα (ή και στον ηγέτη).
Το δίλλημα λοιπόν στην πράξη είναι: ή ΝΕΠ και αργή πορεία προς τον καπιταλισμό, ή βίαιη κολεκτιβοποίηση και εκβιομηχάνιση, με όλες τις στρεβλές παρενέργειες, με την τρομοκρατία, ένα σοσιαλισμό του στρατώνα, όπως αναφέρει κάπου ο Βαζιούλιν. Το αδιέξοδο αυτό τι άλλο δείχνει πέρα από το σχετικά ανώριμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τις αρχές του 20ου αιώνα;
Όλοι ξέρουμε ότι το σχέδιο των μπολσεβίκων ήταν η παγκόσμια επανάσταση, όχι κατ’ αρχήν με εξαγωγή, (αν και δεν απόκλειαν στρατιωτικές ενέργειες υποβοήθησης), κάτι που όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Υιοθετούν τότε αναγκαστικά την θεωρία σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μια χώρα (ή σε μια …πόλη, ή ακόμα σε έναν …δρόμο, όπως ειρωνικά έλεγε η αντιπολίτευση!), κόντρα στις απόψεις του Μαρξ, του Λένιν, ακόμα (κάτι που πολλοί αγνοούν) και του ίδιου του Στάλιν[5].
Άρα, όσο δύσκολο και αν είναι να το παραδεχτούμε, σε τελευταία ανάλυση δεν δικαιώθηκε το λενινιστικό σχέδιο, και οι μπολσεβίκοι ήρθαν στην τρομερά αμήχανη θέση να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν σοσιαλισμό σε μια χώρα, ενώ θεωρητικά το θεωρούσαν αδύνατο[6]. Δυστυχώς η πολιτική πρακτική τους δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να στηρίζεται σε μια βαθύτερη αντίληψη για την θεωρία της μετάβασης, και της ωριμότητας του σοσιαλισμού[7]. Και βέβαια δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει εκ των προτέρων πως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Γιατί το λενινιστικό σχέδιο του να σπάσει ο αδύνατος κρίκος στις καθυστερημένες χώρες ώστε να ακολουθήσουν οι αναπτυγμένες, φαινόταν σαν το μοναδικό επαναστατικό σχέδιο την εποχή του ιμπεριαλισμού. Τώρα βέβαια ξέρουμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εκ των υστέρων μπορεί να δικαστεί η ιστορία. Και το σημαντικότερο, ή πολύτιμη εμπειρία μπορεί να αξιοποιηθεί για τις προσπάθειες του 21ου αιώνα. [8]
Έτσι, κατά την γνώμη μας, ο τρίτος (κατά τον Losurdo) εμφύλιος πόλεμος που διαπέρασε εγκάρσια όλη την μπολσεβίκικη καθοδήγηση την δεκαετία του ΄30[9] αφορούσε στην υπαρξιακή αγωνία διατήρησης του αδύναμου καθεστώτος. Η μερίδα της καθοδήγησης που επικράτησε -εκφράζοντας φυσικά τα νέα κοινωνικά στρώματα που είχαν συμφέροντα από το καθεστώς (είτε διευθυντικά, είτε μερίδων της εργατικής τάξης, όπως σωστά κατά την γνώμη μου αναλύει ο Μπεττελέμ)-, προσπάθησε δια πυρός και σιδήρου να κρατηθεί, γιατί οι εναλλακτικές προτάσεις φαινότανε ότι οδηγούσαν στον καπιταλισμό. Αυτό δεν συνιστά με κανένα τρόπο δικαιολόγηση της σταλινικής τρομοκρατίας. Απλά δείχνει, πιστεύω, τα αδιέξοδα μιας πορείας που είχε πια την δική της λογική και τις δικές της ανάγκες.
Σοσιαλισμός ή κάτι άλλο;

Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι αυτό που αφορά το χαρακτήρα των κοινωνιών αυτών.
Ο ταξικός χαρακτήρας ενός καθεστώτος δεν καθορίζεται κυρίως από το αν η ίδια η κυρίαρχη τάξη κυβερνά. Καθορίζεται από το χαρακτήρα των μετασχηματισμών που πραγματοποιεί, από το ποιας τάξης τα συμφέροντα εκπροσωπεί. Κανείς δεν σκέφτεται να αμφισβητήσει τον καπιταλιστικό χαρακτήρα μιας χώρας επειδή λίγοι ή και κανένας επιχειρηματίας δεν ασχολείται άμεσα με την πολιτική διαχείριση. Έτσι δεν συμφωνούμε με την ονομασία του Μπεττελέμ: «κομματικός –ή κρατικός-καπιταλισμός». Μη μας μπερδεύουν οι αδυναμίες (ή και η φρίκη κάποιων περιόδων) του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Ο σοσιαλισμός -αλλά και ο κομμουνισμός!- δεν είναι παράδεισος. Έχει κάποιες ευθύνες και ο Μαρξ για μια ουτοπική και κάπως βιβλική εικόνα του κομμουνισμού, αν και ο ίδιος πολλές φορές προειδοποιούσε ότι δεν γνωρίζει πως θα είναι το μέλλον.
Τότε τι ήταν τα καθεστώτα αυτά; Φυσικά να τα θεωρήσει κανείς πλήρως αντιπροσωπευτικά του κομμουνισμού[10] θα αποτελούσε δυσφήμηση του μαρξισμού.
Νομίζουμε ότι καλλίτερο ερμηνευτικό πλαίσιο για την εκτίμηση εκείνων των κοινωνιών προσφέρει η θεωρία του πρώιμου σοσιαλισμού, όπως αρχικά την επεξεργάστηκε ο Βαζιούλιν και η διεθνής ερευνητική ομάδα «λογική της Ιστορίας»[11].
Με δεδομένη την ανεπαρκή ακόμα κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, δημιουργήθηκε σε εκείνη την φάση μια πρώιμη σοσιαλιστική κοινωνία με τυπική μόνο κοινωνικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων (νομική μόνο κρατικοποίηση, αδυναμία ουσιαστικής διαχείρισης των επιχειρήσεων από την ίδια την εργατική τάξη). Όπως είχα την ευκαιρία να αναπτύξω αλλού[12], η τυπική κοινωνικοποίηση συνοδεύονταν και από τυπική μόνο εξουσία της εργατικής τάξης (από το κόμμα της και μόνο στο όνομα της), αλλά και από τυπική ιδεολογική κυριαρχία (ουσιαστική αστική ιδεολογική ηγεμονία, διπλή ηθική, και άλλα φαινόμενα που παρατηρούνταν). Η μηχανική παραγωγή δεν είναι η υλική βάση του κομμουνισμού, αλλά του καπιταλισμού[13]. Έτσι ο χαρακτήρας της εργασίας που της αντιστοιχεί (αναγκαστικός, μονότονος, και μη δημιουργικός), δεν προσφέρεται για την απελευθέρωση του παραγωγού, και μόνο με την εισαγωγή της γενικευμένης αυτοματοποίησης θα αλλάξει ώστε να γίνει ζωτική ανθρώπινη ανάγκη.
Αυτή η σε γενικές γραμμές ανάλυση πιστεύω ότι εξηγεί υλιστικά τον παρατηρούμενο υποδουλωτικό καταμερισμό διευθυνόντων και διευθυνομένων, την ύπαρξη της γραφειοκρατίας, την έλλειψη ουσιαστικής δημοκρατίας (ακόμα και αν δεν είχαμε τις υπερβολές της σταλινικής τρομοκρατίας)[14], και είναι στον αντίποδα της ανάλυσης του άρθρου του Μπεττελέμ[15] για την διανόηση. Εξ άλλου και ο ίδιος καταλαβαίνει τις αδυναμίες της ανάλυσης του μη μπορώντας να εξηγήσει την παλινδρόμηση που αναφέρει στην Κίνα μετά την πολιτιστική επανάσταση.
Αντίθετα ο Catone σωστά συνδέει την ατροφία των Σοβιέτ με την αδυναμία της ρωσικής εργατικής τάξης να διοικήσει. Έχουμε αλλού αναφέρει[16] ότι η εργατική τάξη που οικοδομούσε τον σοσιαλισμό δεν ήταν η εργατική τάξη που έκανε την επανάσταση. Εκείνη ή αποδεκατίστηκε στον πόλεμο, ή πέρασε σε διοικητικές θέσεις. Η καινούργια εργατική τάξη προέρχονταν από την αγροτιά, ή από παλιούς μικροαστούς, και σε μεγάλο μέρος ήταν αδιάφορη ή και εχθρική προς τον σοσιαλισμό. Κάτι που πολλοί δεν παίρνουν υπόψη τους, και για την ερμηνεία του τότε, αλλά και για σήμερα, για την αξία της μέγιστης καπιταλιστικής ανάπτυξης για μια χώρα προκειμένου να περάσει στον σοσιαλισμό.
Μια άλλη σημαντική πλευρά, είναι η ανάγκη ύπαρξης συνειδητής και σταθερής πλειοψηφίας υπέρ των συντελούμενων μετασχηματισμών. Κατά την γνώμη μας η αναγκαστική υποτίμηση του ζητήματος αυτού από τους μπολσεβίκους[17], λόγω της υπερβολικά μικρής εργατικής τάξης, αλλά και του πολιτικού πολιτισμού στην απολυταρχική τσαρική Ρωσία, είναι μια από τις αιτίες των μετέπειτα εξελίξεων. Δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που ο Bensaid παρακάμπτει το ζήτημα με το ερώτημα «μειοψηφικό πραξικόπημα ή επανάσταση». Προφανώς είχαμε αυθεντική επανάσταση, αλλά ταυτόχρονα και έλλειψη σταθερής πλειοψηφίας, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της Συντακτικής, που διέλυσαν οι μπολσεβίκοι, όπως εξάλλου έδειξε και η κριτική της Λούξεμπουργκ, και οι εύστοχες επισημάνσεις της για την ανάγκη πολιτικού πλουραλισμού, ανεξάρτητα από το πόσο ρεαλιστικές ήταν για την Ρωσία του ’20 (πράγμα που επιβεβαιώνει και το σχετικά ανώριμο της κομμουνιστικής οικοδόμησης τότε).
Το σύγχρονο όραμα του σοσιαλισμού.

Αν δεν θέλουμε να διεξάγουμε την συζήτηση σαν ιστορικοί, αλλά με τα μάτια στραμμένα στο παρόν και το μέλλον του επαναστατικού κινήματος, πρέπει να δούμε πως τροποποιείται το πολιτικό σχέδιο για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.
Σήμερα μια σειρά νέα φαινόμενα επικαιροποιούν την δυνατότητα του κομμουνισμού. Πρώτα από όλα οι νέες παραγωγικές δυνάμεις, με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, δημιουργούν την υλική βάση του κομμουνισμού[18], και επιφέρουν σημαντικές απελευθερωτικές αλλαγές στον χαρακτήρα της εργασίας. Ο λεγόμενος μεταφορντικός τρόπος παραγωγής, φανερώνει την ανάγκη για ανεβασμένο και πιο δημιουργικό ρόλο της εργασίας, αλλά και την δυνατότητα να γεφυρώνεται το χάσμα πνευματικής κι χειρωνακτικής εργασίας, καθώς και διευθυντικής και εκτελεστικής, που εμποδίζεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και μπορεί να πραγματοποιηθεί μερικά στον σοσιαλισμό, και πληρέστερα στον κομμουνισμό. Τώρα πια ο σύγχρονος εργαζόμενος μπορεί να διοικήσει τις επιχειρήσεις και το κράτος (ενώ η «μαγείρισσα» της γνωστής ρήσης του Λένιν, σε αντίθεση με τις αυταπάτες μας, δεν μπορούσε αλλά ούτε και ήθελε).
Αυτή η ποιοτική αλλαγή φυσικά είναι μια γενική δυνατότητα. Απομένει στα επαναστατικά κόμματα να επεξεργαστούν το πολιτικό σχέδιο, έτσι ώστε να κερδίσουν την πλειοψηφία των υποτελών τάξεων. Και βέβαια τώρα, χάρις και στο τιτάνιο και ηρωικό έργο των πρωτοπόρων του Οκτώβρη, είμαστε σοφότεροι.
Για παράδειγμα στο ζήτημα της δημοκρατίας: μας βρίσκουν απολύτως σύμφωνους οι επισημάνσεις του Catone ότι πριν από το τι θα μετασχηματίσουμε πρέπει να συμφωνήσουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά και να επεξεργαστούμε έναν μηχανισμό επίλυσης των ενδοταξικών αντιθέσεων, που ο σημερινός καπιταλισμός οξύνει ακόμα παραπέρα. Στην επαναστατική διαδικασία έχουν θέση περισσότερα του ενός επαναστατικά κόμματα. Η ιδεολογική διαμάχη στα πλαίσια της Αριστεράς δεν πρέπει να εξελλίσεται σε μόνιμη πολιτική αντιπαράθεση, όπως για παράδειγμα κάνει το ΚΚΕ (αλλά και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά) σήμερα. Ακόμα παραπέρα, ο πολιτικός πλουραλισμός, πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο όσους εργαζόμενους είναι υπέρ του σοσιαλισμού, αλλά και εκείνους που είναι προσωρινά επιφυλακτικοί ή και κατά, μιας και η οικοδόμηση του απαιτεί την μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Σε κάθε φάση οι μετασχηματισμοί πρέπει να γίνονται με την θέληση της πλειοψηφίας, που η γνώμη της θα είναι σεβαστή και θα υλοποιείται ακόμα και αν αντιτίθεται προσωρινά στην πολιτική των επαναστατικών δυνάμεων. Η κατάληψη της εξουσίας θα είναι μια διαδικασία που προϋποθέτει την ηγεμονία, μιας και η επανάσταση δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στην δύναμη. Η άμεση δημοκρατία που πρέπει να εμπλουτιστεί με πολλές μορφές, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αντιπροσώπευση στο μεταβατικό διάστημα, και πρέπει να συναρθρώνεται μαζί της. Φυσικά η αντιπροσώπευση για να είναι δημοκρατική πρέπει να υπόκειται στους περιορισμούς της ανάκλησης, του περιοδικού ελέγχου από τους εντολείς, της απουσίας προνομίων. Εκεί διαφέρει η αστική από την προλεταριακή δημοκρατία. Λύση δεν είναι η μεταφυσική αντιπαράθεση μεταξύ αστικής και εργατικής δημοκρατίας, ούτε η κατάργηση των κατακτήσεων της αστικής δημοκρατίας αλλά η επέκταση, ο εμπλουτισμός και η ουσιαστικοποίηση της.
Φυσικά σε περίπτωση που αστικές δυνάμεις προκρίνουν αντιδημοκρατική εκτροπή ευνόητο είναι ότι η επανάσταση θα υπερασπιστεί τον εαυτό της με τον πιο αποφασιστικό τρόπο.
Αυτά όλα είναι μαθήματα που με οδυνηρό τρόπο μας δίδαξε ο Οκτώβρης.
Παραπέρα: η ενότητα των κινητήριων κοινωνικών δυνάμεων του σοσιαλισμού, και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης δεν είναι κάτι δεδομένο, και η λύση των αντιθέσεων απαιτεί υψηλή πολιτική ικανότητα. Σοβαρές αντιθέσεις (έστω μη ανταγωνιστικές, αλλά πάντως αντιθέσεις) δημιουργούνται και αναπαράγονται σε κάθε φάση. Υπάρχουν και σήμερα. Αρκεί να σκεφτούμε τις αντικειμενικές αντιθέσεις μεταξύ εργαζόμενων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, των υψηλόμισθων και χαμηλόμισθων, των ασφαλισμένων και ανασφάλιστων, των εργαζόμενων και άνεργων, των εγχώριων και των μεταναστών, των ειδικευμένων και ανειδίκευτων, των νέων και των παλιών, των αντρών και γυναικών, για να μην αναφέρουμε διαφορές πχ οικολόγων και κάποιων εργαζομένων σε ρυπογόνες επιχειρήσεις, ή άλλες που ξεπηδούν συνέχεια για επιμέρους ζητήματα.
Είναι αυταπάτη ότι κάποιος θα μπορεί να εκφράσει τους πάντες, ακόμα και αν ανήκουν στις υποτελείς τάξεις. Οι αντιθέσεις πρέπει να επιλύονται δημιουργικά και όχι να κουκουλώνονται ή να καταπνίγονται. Και σε τελευταία ανάλυση οι μετασχηματισμοί που θα συντελούνται θα εκφράζουν ένα συσχετισμό δυνάμεων όχι μόνο μεταξύ καπιταλιστών και εργαζομένων, αλλά και έναν ενδοταξικό συσχετισμό, μεταξύ μερίδων της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει μια ενιαία εργατική τάξη, άρα ούτε ένα συμφέρον, άρα, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε ένα κόμμα. Και αυτό είναι ένα μάθημα που μας δίδαξε με τραγικό τρόπο ο Οκτώβρης.
Μπορεί, τέλος, να οικοδομηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία, ιδιαίτερα σήμερα, εποχή έντονης διεθνοποίησης, σε μια μόνο χώρα, και μάλιστα όχι την πιο προηγμένη (όπως πχ οι ΕΠΑ;). Η εμπειρία λέει πως όχι. Αυτό δημιουργεί ορισμένα προγραμματικά καθήκοντα: για παράδειγμα, και μιλώντας για την χώρα μας: τι νόημα έχει το σύνθημα για αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός της αυταπάτης ότι θα βαδίσουμε στον σοσιαλισμό μόνοι μας; Φυσικά, λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης (που αφορά και στην οικονομία και στην πολιτική), δεν θα ξεκινήσουν όλες οι χώρες την ίδια ακριβώς στιγμή. Αλλά πέραν του γεγονότος ότι σε κάθε περιφέρεια παρατηρούνται φαινόμενα ντόμινο (βλέπε σήμερα Λ. Αμερική), οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί, που έτσι ή αλλιώς θα χρειαστούν ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν θα μπορούν να ξεπερνάνε ένα ορισμένο σημείο, όχι λόγω της τυπικής ένταξής στη Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά λόγω της αντικειμενικής διαπλοκής με την διεθνή οικονομία. Σχηματικά: πρώτα θα αλλάξει χαρακτήρα η Ευρωπαϊκή Ένωση και μετά θα έχουμε βαθιές σοσιαλιστικές αλλαγές και στην χώρα μας.
Αντί επιλόγου.

Βλέπουμε, αργά και βασανιστικά να ξεδιπλώνεται η έρευνα και να αναπτύσσεται ένας διάλογος για τις εμπειρίες από τις κοινωνίες που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Δυστυχώς πολλά από τα στερεότυπα που ανατράπηκαν στην ζωή με δραματικό τρόπο είναι δύσκολο να χρεοκοπήσουν και στην συνείδηση των πρωταγωνιστών τους. Θέλει τόλμη αλλά και ικανότητα. Και είναι χαρακτηριστικό ότι κόμματα που εκφράζουν κατά κύριο λόγο την μερίδα της παραδοσιακής εργατικής τάξης[19], δεν έχουν την ικανότητα να υπερβούν αγκυλώσεις και ένα θεωρητικό δογματισμό, ώστε να χαράξουν μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Το ΚΚΕ για παράδειγμα, στο μεν ζήτημα της εκτίμησης του τι συνέβη περιορίζει το όλο ζήτημα στην "κυριαρχία του οπορτουνισμού"[20], ή στις συνομωσίες του ιμπεριαλισμού και στην προδοσία της ηγεσίας. Όσον δε την ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού παραμένει στις αναλύσεις για τον ιμπεριαλισμό του 1920. Και άλλοι διανοητές προσπαθούν να αναπαράγουν παρελθούσες ιδεολογικές διαμάχες, (έστω και πιο ώριμα, έστω και χωρίς τα πάθη του παρελθόντος). Αυτό μας φαίνεται άγονο. Δημιουργικότερο μας φαίνεται να προσπαθήσουμε να δούμε πως η εμπειρία τροποποιεί το πολιτικό μας σχέδιο ώστε οι επόμενες προσπάθειες, που έτσι ή αλλιώς θα γίνουν σε ωριμότερες αντικειμενικές συνθήκες, να είναι πιο αποτελεσματικές. Σε αυτό βλέπουμε και την δικαίωση των τιτάνιων προσπαθειών των πρωταγωνιστών του μεγάλου Οκτώβρη.
ενδεικτική βιβλιογραφία.
1. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ Μ: ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Σύγχρονη εποχή. Σοσιαλιστική αυτοδιοίκηση, αυτοδιαχείριση, Σύγχρονη εποχή, 1983
2. ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ : η λογική της ιστορίας, Ελληνικά γράμματα.
3. ΓΙΑΚΟΥΣΕΦ: η θεωρία περί ύπαρξης κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, ΚΟΜΕΠ τ.6-2002 και τ.1-2003
4. ΕΝΓΚΕΛΣ: πρόλογος στο ‘οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία’, ΔΙΑΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ.
5. ΙΣΤΟΡΙΑ του ΚΚΣΕ, Μόσχα, 1973
6. ΚΑΠΠΟΣ Κ.: κριτική του σοβιετικού σχηματισμού, εκδόσεις ΑΛΦΕΙΟΣ, 2000.
7. ΚΑΟΥΤΣΚΥ: the dictatorship of the proletariat, www.marxists.org/archive
8. ΚΚΕ: Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, 1996. Θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό (για το 18ο συνέδριο).
9. ΛΕΝΙΝ: έργα περιόδου 1918-1923, τόμοι 34-43 των απάντων, Σύγχρονη εποχή.
10. ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ: τα οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, στο www.marxists.org/ellinika, η ρωσική επανάσταση, στο www.marxists.org
11. ΜΑΡΞ: Κεφάλαιο. Κριτική του προγράμματος της Γκόττα. Γερμανική ιδεολογία.
12. ΜΗΛΙΟΣ Γ: κρατικός σχεδιασμός και επιχείρηση στην ΕΣΣΔ, Θέσεις τ.33.
13. ΜΙΧΑΗΛ Σ: ξανά για τις μεταβατικές κοινωνίες, ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ, 1990.
14. ΜΠΕΤΕΛΛΕΜ: Μετάβαση στην σοσιαλιστική οικονομία, εκδόσεις Μπάιρον, 1983.
15. ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ Ε.: ένα φάντασμα πλανιέται, εκδόσεις Στάχυ, 1992. Γονίδια του μέλλοντος, εκδόσεις Προσκήνιο, 2001.
16. ΠΑΤΕΛΗΣ Δ: αυτοματοποίηση της παραγωγής και ο χαρακτήρας της εργασίας, και Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού, www.geocities.com/ilhsgr
17. ΠΑΥΛΙΔΗΣ Π: το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ, εκδόσεις Προσκήνιο, 2001. Η επαναστατική στρατηγική στον πρώιμο σοσιαλισμό, και ανιχνεύοντας την σοσιαλιστική προοπτική, www.geocities.com/ilhsgr.
18. ΡΟΥΣΗΣ Γ: ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς, εκδόσεις Γκοβόστη, 2008
19. ΣΤΑΛΙΝ: Ζητήματα λενινισμού, έκδοση ΚΕ ΚΚΕ.
20. ΣΤΑΜΑΤΗΣ Γ: σχέδιο και αγορά στις σοσιαλιστικές χώρες, εκδόσεις Κριτική, 1988.
21. ΤΡΟΤΣΚΙ: η προδομένη επανάσταση, εκδόσεις Αλλαγή, 1984
22. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ Α: υπήρχε εναλλακτική λύση Μπουχάριν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού; ΘΕΣΕΙΣ τ.31, 1990
23. ΧΟΜΠΣΜΠΑΟΥΜ: Η εποχή των άκρων, ΘΕΜΕΛΙΟ, 2003


[1] οι αλληλοκατηγορίες των δύο βασικών ρευμάτων για ντετερμινισμό ή βολονταρισμό δεν προχωράνε την συζήτηση στο ελάχιστο. Σημασία έχουν οι συγκεκριμένες αναλύσεις
[2] όλες οι αναφορές αφοράνε στα άρθρα του αφιερώματος.
[3] Πιστεύω ότι το ζήτημα της α-συνέχειας που βάζει ο Bensaid, και της δυνατότητας διαφορετικού δρόμου πηγάζει από την αντίληψη του ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού ήταν και στην περίπτωση της Ρωσίας ήδη υπερώριμη, επόμενα αν η πορεία ήταν προδιαγραμμένη τότε θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι οι συμφορές που επακολούθησαν είναι εγγενείς στον μαρξισμό.
[4] «Πρωταρχική σοσιαλιστική συσσώρευση».
[5] Στην αρχική έκδοση των ζητημάτων Λενινισμού αναφέρεται το αδύνατο της οικοδόμησης σε μια μόνο χώρα, κάτι που αλλάζει στην δεύτερη έκδοση.
[6] Σύμφωνα με την (ναπολεόντειο) τακτική «ας εμπλακούμε πρώτα, και μετά βλέπουμε…»
[7] Οι σχετικές αυταπάτες ξεκινάνε από τους Μαρξ-Ένγκελς, όπως ο Ένγκελς παραδέχεται στον πρόλογο των ταξικών αγώνων στην Γαλλία, ΔΙΑΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ, σελ 131-132, όπου αποδεικνύεται η ανωριμότητα της επανάστασης με βάση την κατοπινή θυελλώδη καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη.
Σε αυτήν την προβληματική είναι αφιερωμένο μεγάλο μέρος του βιβλίου του Γ. Ρούση, «ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς».
Για περισσότερα δες Δ Πολίτη: η επικαιρότητα του σοσιαλισμού τον 21ο αιώνα, ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 15.
[8] Για μια παρόμοια, αλλά όχι ταυτόσημη τοποθέτηση, δες Π. Παυλίδη: «η επαναστατική στρατηγική στον πρώιμο σοσιαλισμό», http://www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm
[9] Βέβαια η τέτοια περιγραφή συνιστά ευφημισμό μιας κατάστασης εκτεταμένης τρομοκρατίας και διώξεων. Θα μπορούσε να διατυπωθεί τουλάχιστον σαν μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος (ή σαν ένα συνεχές πραξικόπημα του Στάλιν, σύμφωνα με τον Μπεττελέμ).
[10] Κάτι που κάνουν το ΚΚΕ, αλλά και για ευνόητους λόγους οι αστοί ιδεολόγοι.
[11] Ή σύμφωνα με τον Μπουχάριν: «ο σοσιαλισμός σε μας δεν θα μπορέσει να πετύχει άνθηση…για μεγάλο χρονικό διάστημα θα είναι καθυστερημένος, ιδιόμορφος, προκαθορισμένος από τον τύπο του καπιταλισμού που προηγήθηκε…» (1926, εισήγηση στην συνδιάσκεψη του Λένινγκραντ). Απλά να αναφέρουμε εδώ ότι και στην εποχή των αστικών επαναστάσεων έχουμε εντελώς πρώιμες προσπάθειες που δεν τελεσφόρησαν (Ιταλία 16ος αιώνας), πρώιμες που μισοτελεσφόρησαν (Αγγλία τον 17ο αιώνα), κλασσικές επαναστάσεις (στην Γαλλία από το 1789 μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα), και μεταγενέστερες (σε μια σειρά χώρες, όπως στην Γερμανία και αλλού τον 19ο αιώνα).
[12] Προς ένα νέο επιστημονικό κεκτημένο, ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 20
[13] Μια βασική παρανόηση του κλασσικού μαρξισμού, που πηγάζει από τον ίδιο τον Μαρξ. Στην βάση αυτής της παρανόησης θεωρούσαν υπερώριμο τον κομμουνισμό ακόμα και το 1848. Αργότερα διόρθωσαν αυτήν τους την αυταπάτη, όχι όμως πλήρως αλλά μερικά, αφού δεν έπαψαν να θεωρούν την μηχανική παραγωγή επαρκή υλική βάση του κομμουνισμού.
[14] Για περισσότερα δες το εξαιρετικό βιβλίο του Π. Παυλίδη: «το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ», εκδόσεις Προσκήνιο, 2001
[15] υπενθυμίζουμε ότι λες οι αναφορές παραπέμπουν στα άρθρα του αφιερώματος του τεύχους 77.
[16] Εφτά θέσεις για τις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 9
[17] Ο Λένιν θεωρητικοποίησε αυτήν την αντίληψη λέγοντας ότι ποτέ στον καπιταλισμό δεν μπορεί να κερδηθεί η πλειοψηφία. Μετά από αυτό δεν είναι μακριά η θέση για ανάγκη δικτατορίας του κόμματος! (12ο συνέδριο, αν και ο Στάλιν αργότερα έγραψε ότι μπήκε από …αβλεψία)
[18] Για περισσότερα δες Πατέλη: «αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτήρας της εργασίας», http://www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm
[19] Παραδοσιακή και σύγχρονη εργατική τάξη. Οι έννοιες χρησιμοποιούνται σε σχέση με την ένταξη στους αντίστοιχους κλάδους της οικονομίας, αλλά και άλλα χαρακτηριστικά, όπως τρόπος εργασίας, μορφωτικό επίπεδο κτλ. Η παραδοσιακή χάνει όλο και περισσότερο τον πρωτοπόρο επαναστατικό της ρόλο, που περνά σιγά- σιγά στην σύγχρονη μερίδα της. Έτσι οι οργανώσεις και τα κόμματα που εκφράζουν την παραδοσιακή μερίδα, παρουσιάζουν μια αμηχανία στρατηγικής και προγράμματος, και μια δυσκολία θεωρητικών επεξεργασιών.
[20] Ακόμα και αν ήταν έτσι δεν πρέπει να εξηγηθεί γιατί κυριάρχησε ο οπορτουνισμός; Αυτό δεν είναι μια έμμεση ομολογία της σχετικής ανωριμότητας του κομμουνισμού τότε;