24/11/13

Για την τέχνη και την επιστήμη της πολιτικής-μέρος 2 (Η ικανότητα υπολογισμού του συσχετισμού δυνάμεων).



Ποιος είναι ο βασικός παράγοντας που παίρνει υπόψη της η πολιτική: είναι ο συσχετισμός των δυνάμεων, όπως είναι, και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Ή με τα λόγια του Λένιν “να παίρνεις υπόψιν σου όλες τις δυνάμεις ...τις μάζες που δρουν σε μια χώρα και όχι να καθορίζεις την πολιτική σου με βάση μονάχα τις επιθυμίες και τις αντιλήψεις, το βαθμό συνειδητότητας και της διάθεσης για αγώνα μιας μόνο ομάδας ή ενός μόνο κόμματος” (αριστερισμός, άπαντα τ.41, σελ 65).ii
Φυσικά ο συσχετισμός υπολογίζεται όχι μόνο για να υποταχθεί κανείς σε αυτόν αλλά για να χαραχθεί αντίστοιχη πολιτική που να τον βελτιώνει. Πάντως με μια έννοια ο συσχετισμός υποχρεώνει, και όποτε τον παραβλέψαμε είχαμε στην καλλίτερη περίπτωση αποτυχίες και στην χειρότερη τραγωδίες (φυσική εξόντωση της πρωτοπορίας). Πολλές φορές ο αντίπαλος σπρώχνει σε μια πρόωρη, άκαιρη εξέγερση για να ξεμπερδεύει με το λ.κ. όταν ακόμα μπορεί, και δεν περιμένει να χειροτερέψουν για αυτόν τα πράγματα.
Αυτά φαίνονται αυτονόητα αλλά τελικά δεν είναι: πχ γίνεται πολλή συζήτηση για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεργαστεί με ΑΝΕΛ ή ΔΗΜΑΡ. Ότι και να καταλογίσει κανείς στους ΑΝΕΛ (ακροδεξιοί κτλ) και στην ΔΗΜΑΡ (κρυφομνημονιακοί, φιλοευρωπαιστές κτλ) το απλό γεγονός ότι αλλιώς δεν σχηματίζεται αντιμνημονιακή κυβέρνηση (με δεδομένη την σημερινή άρνηση του ΚΚΕ) υποχρεώνει τον ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώξει να συνεργαστεί. Ο Λένιν, κριτικάροντας τους ‘αριστερούς’ κομμουνιστές της Γερμανίας έγραφε ότι όλη η ιστορία του μπολσεβικισμού είναι ιστορία συμμαχιών και συνεργασιών με άλλα κόμματα, ακόμα και αστικά. (αριστερισμός, άπαντα τ.41σελ 54).
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η κριτική του Λένιν στους τότε Γερμανούς “αριστερούς” κομμουνιστές σχετικά με την επαχθή συνθήκη των Βερσαλλιών. Ακόμα και αυτή την κατάπτυστη συνθήκη έλεγε δεν ήταν υποχρεωμένοι να δεσμευτούν για το αν και πότε θα την καταγγείλουν και ότι “η μελλοντική Σοβιετική Γερμανία θα βρισκόταν στην ανάγκη να αναγνωρίσει την ειρήνη για ορισμένο διάστημα και να υποταχθεί σε αυτή” (αριστερισμός, άπαντα τ.41 σελ 60). “οι κομμουνιστές δεν πρέπει να δέσουν τα χέρια τους και να υποσχεθούν ότι σε περίπτωση νίκης θα καταγγείλουν υποχρεωτικά και οπωσδήποτε την ειρήνη των Βερσαλλιών” (στο ίδιο, σελ. 60). Άθελα σου έρχεται να χαμογελάσεις για την στάση ορισμένων σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πως έχουν αναγάγει το ζήτημα της αποδέσμευσης σε βασικό κριτήριο αριστεροσύνης.

Ο συσχετισμός μετρά την σχετική δύναμη της εργατικής με την αστική τάξη, και τις συμμαχίες με την μικροαστική που καταφέρνει να επιτύχει κάθε μια.
  • Ο συσχετισμός δυνάμεων καθορίζεται από την συνείδηση και την ιδεολογική κατάσταση της εργατικής τάξης, την ενότητα της, από την οργανωτικότητα και αγωνιστική της διάθεση, από την ετοιμότητα της για αποφασιστικές μάχες, την ωριμότητα πολιτική και θεωρητική των οργανώσεων της.
  • Καθορίζεται από τις ταξικές συμμαχίες, κυρίως τις διαθέσεις των μικροαστών, που είναι και το πιο ευμετάβλητο στοιχείο, μιας και είναι από παλιά γνωστές οι συχνές ταλαντεύσεις τους, ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Πλούσια εμπειρία για το ρόλο των μικροαστών στην μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων δίνει το ιστορικό παράδειγμα της Χιλής του Αλιέντε. Ακόμα και το πραξικόπημα έγινε δυνατόν μόνο και μόνον όταν η μικροαστική τάξη εγκατέλειψε μαζικά την Λαϊκή Ενότητα και πέρασε με την αστική τάξη.
  • Τέλος, φυσικά από την δύναμη της αστικής τάξης, την ηγεμονική της υπεροχή, τις εσωτερικές της αντιφάσεις, τις σχέσεις της με τους πολιτικούς της αντιπροσώπους, τους διεθνείς δεσμούς και συμμαχίες της.

Ο γενικός ταξικός συσχετισμός καθορίζεται και μετριέται σε διάφορα επίπεδα:
  • την κοινωνία: γεγονότα όπως μια συρρίκνωση της εργατική τάξης σαν αποτέλεσμα αποβιομηχάνισης, μια απότομη αύξηση της ανεργίας, διεθνείς εξελίξεις όπως η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η ψήφιση ορισμένης νομοθεσίας, η φάση του οικονομικού κύκλου κτλ, μεταβάλλουν το συσχετισμό.
  • τους θεσμούς του κράτους: πχ η κατάσταση και η συνείδηση των στελεχών τους, η επιρροή κάθε τάξης στην Διοίκηση, στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στα σώματα ασφαλείας, στις ένοπλες δυνάμεις. Στο αστικό κράτος η επιρροή της αστικής τάξης είναι αποφασιστική αλλά αυτό δεν είναι στεγανοποιημένο από τη ταξική πάλη, η εργατική τάξη μπορεί ιδιαίτερα σε περιόδους ηγεμονικής κρίσης να διευρύνει την επιρροή της, σε βαθμό που να βρει κάποιο στήριγμα μια αριστερή κυβέρνηση. Φυσικά ριζοσπαστικοί μετασχηματισμοί του κράτους είναι αναγκαίοι για βαθύτερες αλλαγές στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
  • Τις επιχειρήσεις: πχ η δύναμη των συνδικάτων, ο βαθμός εργατικής συμμετοχής καπάλι καλά αν αυτό εξηγείται με την νεαρή τους ηλικία: τη νεολαία ο θεός την πρόσταξε να λέει για ορισμένο διάστημα τέτοιες κουταμάρεςι ελέγχου στην διοίκηση, συνδικαλιστικές επιτροπές κτλ

Ειδική έκφραση του γενικού κοινωνικού συσχετισμού είναι ο πολιτικός συσχετισμός: η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, ο χαρακτήρας και η μορφή του κράτους, η δύναμη των κομμάτων, οι συνεργασίες τους, οι θέσεις τους (πχ ο βαθμός υποχωρήσεων που είναι υποχρεωμένα να κάνουν τα αστικά κόμματα για να διατηρήσουν την εργατική εκλογική τους επιρροή), κτλ.
Τέλος ειδικότερη και η πιο φανερή έκφραση του πολιτικού συσχετισμού είναι ο εκλογικός συσχετισμός, που δεν είναι πάντα ενδεικτικός από μόνος του, αλλά θέλει μια βαθύτερη ερμηνεία. Πχ το 27% του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αριστερό, έχει μικροαστικές συγχύσεις, λογική ανάθεσης κτλ. Αν κάποιος παρασυρθεί και το ερμηνεύσει διαφορετικά θα χαράξει λάθος πολιτική, θα βάλει στόχους ανώτερους από αυτούς που αντέχει ο συσχετισμός δυνάμεων.
Ο πολιτικός συσχετισμός λοιπόν μετράται κατ αρχήν εκλογικά αλλά είναι ευρύτερη έννοια, δεν περιορίζεται στην εκλογική αποτύπωση του. Τελικά χαρακτηρίζει την ικανότητα να κατευθύνεις την πορεία της χώρας ανεξάρτητα αν τυπικά έχεις την κυβέρνηση ή ακόμα και την εξουσία, είναι η αποκαλούμενη πολιτική ηγεμονία.
Μπορεί σε μεταβατικές περιόδους, η κυβερνώσα τάξη (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Πουλαντζάςiii) να είναι η μικροαστική (περίπτωση γερμανικού φασισμού, η περίπτωση ΠΑΣΟΚ πρώτης περιόδου) ή και η εργατική (μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία) αλλά η πολιτική ηγεμονία να είναι στην αστική, δηλαδή η χώρα να εξακολουθεί να βρίσκεται σε καπιταλιστική τροχιά.

Ο συσχετισμός επίσης μετριέται και κατά θέμα πχ ιδιωτικοποιήσεις, μνημόνιο, Ε/Ε κτλ. Βλέπουμε διαφορετικό συσχετισμό: αρνητικό στις ιδιωτικοποιήσεις, θετικό στο μνημόνιο. Που θα διαλέξεις να δώσεις την μάχη; Φαίνεται αυτονόητο, αλλά την ατζέντα την καθορίζει όποιος έχει την πρωτοβουλία, συνήθως η κυβέρνηση, (αν και κάποια μικρά περιθώρια έχει και η αντιπολίτευση, με την κατάθεση νομοσχεδίων, πρόκληση συζητήσεων, διοργάνωση κάποιας καμπάνιας κτλ). Άρα αν η κυβέρνηση προχωρά σε ιδιωτικοποιήσεις αναγκαστικά θα δώσεις την μάχη έστω και σε μη ευνοϊκό τερέν, φροντίζοντας να την δώσεις με τις λιγότερες απώλειες και προκαλώντας αντίστοιχα απώλειες στον αντίπαλο πχ ανάμεσα σε εργαζόμενους που απολύονται κτλ.


Η έννοια της πλειοψηφίας.

Βασική έννοια στην αποτύπωση του συσχετισμού είναι η «πλειοψηφία». Η πλειοψηφία υπάρχει ανεξάρτητα από τις μορφές αποτύπωσης της (πχ ο Λαφαζάνης ισχυρίζεται ότι οι απόψεις του είναι πλειοψηφικές στα «ενεργά» μέλη του ΣΥΡΙΖΑ). Αλλά για να παράξει πολιτικά αποτελέσματα πρέπει να αποτυπώνεται με μια μορφή μέτρησης, πχ εκλογές, δημοψήφισμα κτλ.
Η συμμόρφωση με την αρχή της πλειοψηφίας δεν είναι υποχώρηση στον αντίπαλο, ούτε ταυτίζεται με την αστική δημοκρατία. Κατ αρχή οι γενικές εκλογές παρά τους περιορισμούς τους και τα τερτίπια των αστικών πολιτικών δυνάμεων (ληστρικοί εκλογικοί νόμοι, ΜΜΕ ελεγχόμενα, εξαπάτηση με δεσμεύσεις-προγράμματα που δεν υλοποιούνται), αποτυπώνουν, αν όχι με ακρίβεια πάντως με τρόπο που δεν χωρά αμφισβήτηση, την ύπαρξη ή όχι πλειοψηφίας στην εργατική τάξη και τον βαθμό συμμαχίας με την μικροαστική. Όσο τα αστικά κόμματα έχουν πλειοψηφία σημαίνει ότι διατηρούν την συμμαχία τους με την μικροαστική τάξη και συνάμα διατηρούν κάποια -ή και σημαντική- εργατική επιρροή.
Ο λεγόμενος δημοκρατικός δρόμος για τον σοσιαλισμό δεν σημαίνει απλά κοινοβουλευτισμό, ή αποκλειστικά ειρηνικές διαδικασίες. Σημαίνει ότι οι προωθούμενες βαθιές αλλαγές θα συγκεντρώνουν την πλειοψηφία που θα διαπιστώνεται χωρίς αμφισβήτηση. Τα ιστορικά παραδείγματα της βίαιης πχ κολλεκτιβοποίησης, που έφεραν την Σοβιετική εξουσία σε αντίθεση με την μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών, άρα και του πληθυσμού, και απομόνωσαν την εργατική τάξη και την σοβιετική εξουσία, με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα την κατάρρευση, δείχνουν ότι η ύπαρξη πλειοψηφιών είναι ζωτική, και όχι τυπικό θέμα νομιμότητας.
Φυσικά το πρόγραμμα της Αριστεράς περιλαμβάνει και ζητήματα (τα περισσότερα!) που σήμερα δεν συγκεντρώνουν πλειοψηφία, όπως οι γενικευμένες εθνικοποιήσεις, ή η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Τι κάνεις; Δεν τα βάζεις άμεσα για λύση, και ή περιμένεις μια ευνοϊκή συγκυρία (πχ στο θέμα του ΝΑΤΟ, έναν τυχοδιωκτισμό όπως τους βομβαρδισμούς στην Γιουγκοσλαβία που στρέφει την κοινή γνώμη ενάντια στο ΝΑΤΟ), ή κτίζεις- αν μπορείς- πλειοψηφία όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενο σημείωμα με το παράδειγμα του δημόσιο τομέα: δηλαδή επιλέγεις 2-3 δημόσιες επιχειρήσεις, τις εξυγιαίνεις, την εκσυγχρονίζεις, τις εκδημοκρατίζεις και τότε έχεις δείξει στον λαό την αναγκαιότητα αλλά και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Πάντως σε κάθε περίπτωση προχωράς με πλειοψηφίες.
Η ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου ήταν να προχωράς σε αλλαγές στηριγμένος στην δύναμη αγνοώντας τις πλειοψηφίες που σχηματίζονται. Αυτό πρακτικά σημαίνει αδυναμία συμμαχίας με μικροαστούς, που παραμένουν έτσι στο αστικό μπλοκ επιρροής, ή ακόμα και κίνδυνο απώλειας της εμπιστοσύνης της εργατικής τάξης.
Παράλληλα κάποιοι χρησιμοποιούν την έννοια της πολιτικής πλειοψηφίας σε αντιδιαστολή με την αριθμητική. Στηρίζονται στο πραγματικό γεγονός ότι οι μηχανισμοί της τυπικής αστικής δημοκρατίας διαστρεβλώνουν την πραγματική πλειοψηφία είτε νόμιμα (ληστρικοί εκλογικοί νόμοι, ελεγχόμενα ΜΜΕ, προεκλογική εξαπάτηση με υποσχέσεις που δεν τηρούνται) είτε όχι. Αλλά τραβώντας την αντίληψη στα άκρα διατηρούν το δικαίωμα να υπολογίζουν την πλειοψηφία αυθαίρετα, χωρίς κάποια αποδεκτή μορφή πιστοποίησης, πχ εκλογές ή δημοψηφίσματα, και επειδή υπάρχει φυσικά αμφισβήτηση από τον αντίπαλο, το ζήτημα κρίνει η δύναμη (περίπτωση εμφυλίου πολέμου).


Συσχετισμός δυνάμεων και Συνεργασίες.

Πολλή συζήτηση γίνεται για τις συμμαχίες, τις συνεργασίες ή τα ‘μέτωπα’. Η εκπληκτική πολυδιάσπαση στον χώρο της Αριστεράς, και οι διεργασίες που συχνά γίνονται με ιδεολογικούς και όχι πολιτικούς όρους, επιβάλλουν μια πρώτη αποσαφήνιση για το ζήτημα Επίσης κόμματα όπως το ΚΚΕ έχουν ανάγει την άρνηση πολιτικών συνεργασιών σε σήμα κατατεθέν της πολιτικής τους.
Οι συμμαχίες δεν είναι από επιλογή αλλά τις επιβάλλει ο συσχετισμός. Εδώ η λενινιστική κληρονομιά είναι τόσο πλούσια αλλά και τόσο σαφής που δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και πολλά πράγματα. Και είναι ειρωνεία ότι κάποιοι τις ξορκίζουν παρ όλο που ορκίζονται στο όνομα του Λένιν (ειδικά το ΚΚΕ και στο όνομα του Στάλιν, που στο θέμα αυτό ήταν πολύ πραγματιστής και ευλύγιστος, μέχρι με τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ συνεργάστηκε, και σωστά).
Κατ αρχήν να αποκλείεις πιθανούς συμμάχους, είναι από θεωρητική άποψη αφελές όπως επανειλημμένα τόνιζε ο Λένιν: «να παραιτείσαι προκαταβολικά από τους ελιγμούς...από τις συμφωνίες και τους συμβιβασμούς...έστω και με προσωρινούς, ασταθείς, ταλαντευόμενους συμμάχους, δεν είναι πράγμα σε αφάνταστο βαθμό γελοίο;» (αριστερισμός, άπαντα τ.41 σελ 54).
Μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά φυσικά δεν είναι το ίδιο με μια κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά αυτό δεν το καθορίζουν επιθυμίες –όπως υπονοεί η κριτική που γίνεται πχ από την Αριστερή Πλατφόρμα- αλλά ο συσχετισμός δύναμης και η λαϊκή ψήφος. Από την άλλη είναι τέτοια η λυσσαλέα αντίδραση που θα συναντήσει μια αριστερή κυβέρνηση, θα έχουμε τέτοια όξυνση της ταξικής πάλης, που κάθε αξιοποίηση διαφορών στο αστικό μπλοκ είναι επιθυμητή. Για αυτό μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση που θα συγκρουστεί στην ουσία με τον παγκόσμιο καπιταλισμό θα ήθελε να έχει την στήριξη ή έστω την ουδετεροποίηση μέρους των αστικών αντιμνημονιακών δυνάμεων. Το κύριο είναι να μην χάνεται ο σκοπός, που είναι το άνοιγμα του δρόμου για τον σοσιαλισμό, που όμως προϋποθέτει την δημιουργία διαφορετικής πολιτικής και εκλογικής πλειοψηφίας, η οποία μπορεί να σχηματιστεί, μπορεί και όχι. Αυτό πάντως δεν αναιρεί την ορθότητα της πολιτικής συνεργασιών του προηγούμενου σταδίου.
όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από τον μαρξισμό...” (αριστερισμός, άπαντα τ.41 σελ 55). Ο Λένιν απέδιδε αυτές τις αντιλήψεις σε διανοούμενους και νέους, αν και ειδικά για τους νέους έδειχνε κατανόηση “ πάλι καλά αν αυτό εξηγείται με την νεαρή τους ηλικία: τη νεολαία ο θεός την πρόσταξε να λέει για ορισμένο διάστημα τέτοιες κουταμάρες” (αριστερισμός, άπαντα τ.41 σελ 54).

Πολιτική στοχευμένη σε συγκεκριμένο κοινό.

Πολιτική δεν γίνεται γενικά αλλά σε επιλεγμένες κατηγορίες, ταξικά, κοινωνικά κτλ. Αυτό δεν σημαίνει να λες στον καθένα αυτό που θέλει να ακούει, αλλά να διαλέγεις ποιόν εκπροσωπείς, «αδιαφορώντας» (ας μας επιτραπεί η έκφραση) για τους υπόλοιπους. Να θυμίσουμε ότι αντιθέσεις διαπερνούν και τον λαό, ακόμα και την εργατική τάξη, άρα κάποιο πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να εκφράζει κάθε στιγμή ούτε ολόκληρο το λαϊκό μπλοκ.
Έτσι το συνηθισμένο είναι να κερδίζεις επιρροή σε κάποιες ομάδες (πολιτικές ή ταξικές) και να χάνεις σε άλλες. Πχ ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να κερδίσει μια κρίσιμη πλειοψηφία του 30-35%- μπορεί να χάνει κάποιους αριστερούς, συνηθισμένους να ταυτίζουν την επαναστατική πολιτική με την επαναστατική φρασεολογία, και κάτω από το βάρος της προπαγάνδας για «δεξιά στροφή» κτλ. Η λεγόμενη πολυσυλλεκτικότητα που εμφάνιζε πχ το παλιό ΠΑΣΟΚ μάλλον στηριζότανε σε πολιτικές ακροβασίες, στην ασάφεια και στην θολή φυσιογνωμία του, όπου ο καθένας έβρισκε ή νόμιζε ότι έβρισκε, αυτό που ήθελε.
Αντίστροφα τώρα, μπορεί να σε εκτιμάνε πολλοί αλλά να μην σε επιλέγουν να τους αντιπροσωπεύσεις (η περίπτωση του ΚΚΕ, ή της ΔΗΜΑΡ). Πχ δεξιοί εκτιμάνε ένα γραφικό και μη απειλητικό ΚΚΕ, αλλά φυσικά δεν το ψηφίζουν. Όπως επίσης υπάρχουν άλλοι που το ψηφίζουν επειδή ακριβώς δεν εκτιμάνε ότι θα κυβερνήσει, άρα δεν τους ενοχλεί η ιδεολογία του αλλά προκρίνεται η αγωνιστική του παρουσία.
Φυσικά τα κόμματα που διεκδικούν εξουσία είναι υποχρεωμένα να απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό. Όμως σε κάθε φάση μπαίνουν ανάλογοι στόχοι, που αντιστοιχούν στον αντίστοιχο συσχετισμό δυνάμεων.
  • Ο ΣΥΝ χρόνια είχε στόχο την κοινοβουλευτική επιβίωση, για αυτό και στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ οι προγραμματικές θέσεις παίζανε δευτερεύοντα ρόλο, δεν είχε σημασία ποιες ήταν και τι λέγανε οι διάφορες συνιστώσες. Με την αρχή της κρίσης του δικομματισμού στόχο είχε την απόσπαση ενός σημαντικού εκλογικού κομματιού με στόχο την οριστική λύση του προβλήματος επιβίωσης. Με την απότομη χρεωκοπία του ΠΑΣΟΚ και την προβολή του συνθήματος της αριστερής κυβέρνησης (σύνθημα ζύμωσης), αρχικός στόχος δεν ήταν φυσικά η εξουσία αλλά η ηγεμονία στην Αριστερά, και η σημαντική ενίσχυση. Με την κατάληψη της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και μόνο τότε, αρχίζει να μπαίνει θέμα εξουσίας (το σύνθημα της αριστερής κυβέρνησης από σύνθημα ζύμωσης τώρα γίνεται σύνθημα δράσης). Τώρα τα προγραμματικά ζητήματα αποκτούν κρίσιμη σημασία, μπαίνουν στο μικροσκόπιο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, άρα απαιτούνται σημαντικές αναπροσαρμογές που να αντανακλούν τα στρώματα που εκφράζονται και αντιπροσωπεύονται στο πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ (που κάποιοι που δεν καταλαβαίνουν τις περιγράφουν λαθεμένα σαν «δεξιά στροφή»).
  • Το ΚΚΕ έχει στόχο να κρατηθεί (να μην διαλυθεί) μέχρι να έρθουν "καλλίτερες μέρες", αρνείται να εμπλακεί στην τρέχουσα πολιτική. Με την εύθραυστη πολιτική ισορροπία που έχουμε, αυτή η στάση αντικειμενικά ευνοεί το αστικό μπλοκ. Παράλληλα έχει μονομέτωπο απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
  • Η ΔΗΜΑΡ έχει στόχο να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεργασίες που συντελούνται στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, ρόλο που δεν μπορούσε να παίξει εντός ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με ΚΟΕ, ΔΕΑ κτλ. Στόχος της δεν είναι να στηρίξει το σημερινό καθεστώς, αυτό είναι το αποτέλεσμα των επιλογών της σαν «κυβερνώσας αριστεράς». Ένας διαφορετικός συσχετισμός θα την υποχρέωνε να αλλάξει πολιτικό προσανατολισμό, αν όχι ολόκληρη, τουλάχιστον την αριστερή μερίδα της.
  • Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει στόχο να γίνει μια υπολογίσιμη δύναμη με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, προσελκύοντας ένα αριστερό κομμάτι που σήμερα εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ για αυτό και κύριο εχθρό της θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος όμως που γίνεται αυτό αντικειμενικά ενισχύει το αστικό μπλοκ. Δυνάμεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (πχ Παπακωνσταντίνου στο πρόσφατο βιβλίο του) διατηρώντας το ίδιο στόχο (θεμιτό εξ άλλου για κάθε κόμμα), δηλαδή το κέρδισμα του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ, προτείνει μια παλιά δοκιμασμένη τακτική –του ενιαίου μετώπου με ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ- που δεν βοηθά το αστικό μπλοκ αλλά ενισχύει τις δυνάμεις της εργασίας.

Πολιτική και ταξική ανάλυση.

Αν και βάση της πολιτικής είναι οι τάξεις, τα ταξικά συμφέροντα, η πολιτική δεν ανάγεται αποκλειστικά στις σχέσεις και τα θεωρητικά συμφέροντα των τάξεων, αντίθετα τα διαμεσολαβεί.
Διαφορετικά όλοι οι εργάτες θα ψήφιζαν Αριστερά, την ΝΔ θα ψήφιζε μόνο η αστική τάξη κτλ. Φυσικά τότε όλα θα ήταν τόσο απλά που θα μπορούσε να κάνει πολιτική ο οποιοσδήποτε.
Πχ πόσο περίπλοκη μπορεί να είναι η εκπροσώπηση της εργατικής τάξης:
  • Κατά αρχήν μέχρι πρόσφατα το μεγάλο κομμάτι της, με μικροαστική-σοσιαλδημοκρατική συνείδηση (δηλαδή που ήταν υπέρ της συνεργασίας των τάξεων, που πίστευε ότι ο καπιταλισμός είναι καλλίτερος αρκεί να υπάρχουν ισχυρά συνδικάτα και φιλεργατική κυβέρνηση, αλλά οι επιχειρήσεις πρέπει να διευθύνονται από τους καπιταλιστές που ξέρουν την δουλειά) εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ. Ένα μεγάλο κομμάτι, κύρια της παραδοσιακής βιομηχανικής εργατικής τάξης με αντικαπιταλιστική σοσιαλιστική συνείδηση εκπροσωπούσε το ΚΚΕ, και ένα μικρότερο, κύρια του δημόσιου και της πιο σύγχρονης, μορφωμένης μερίδας ο ΣΥΡΙΖΑ. Και ένα σημαντικό μέρος της με ανοικτή μαχητική φιλοκαπιταλιστική ιδεολογία, η ΝΔ, το κατ εξοχήν αστικό κόμμα.
  • Με την κρίση ηγεμονίας του δικομματισμού, που έπληξε κύρια το ΠΑΣΟΚ, διαρρηγνύονται οι παραδοσιακοί δεσμοί και έχουμε πλήρη ανατροπή των πολιτικών εκπροσωπήσεων. Την πλειοψηφία κερδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς φυσικά αυτή η μετατόπιση να συνοδεύεται από ριζοσπαστικές αλλαγές στην συνείδηση, που βασικά παραμένει σοσιαλδημοκρατική, με λογική ανάθεσης, και ιδεολογία συνεργασίας των τάξεων. Το ΠΑΣΟΚ χάνει την συντριπτικά μεγαλύτερη μερίδα που περνάει μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μικρότερο μέρος στην ΔΗΜΑΡ, αλλά και στην ΝΔ. Αυτό δείχνουν οι έρευνες και οι δημοσκοπήσεις, αλλά επιβεβαιώνεται και εμπειρικά.
  • Ένα σημαντικό κομμάτι, εμφορούμενο από καθυστερημένες, εθνικιστικές, ρατσιστικές αλλά και χυδαίες απόψεις «για κλέφτες, κτλ» στηρίζει ΧΑ.

Αν η προηγούμενη ανάλυση είναι σωστή καταλαβαίνουμε πόσο αξιόπιστη είναι η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ για δεξιά στροφή, και αποτελεσματικά είναι τα καλέσματα για «νέα ριζοσπαστικοποίηση» κτλ. Ωραία λόγια που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να σπάσουν την εξ άλλου πολύ εύθραυστη και όχι μόνιμη σχέση του με τα στρώματα αυτά, εύθραυστη γιατί στηρίζεται σε προσδοκίες (αβέβαιες) και όχι στην βάση πραγματικών υλικών παροχών που είχαν οικοδομήσει την προηγούμενη μακρόχρονη σχέση τους με το προηγούμενο ΠΑΣΟΚ.
Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αισθάνεται άνετα να εκπροσωπεί στρώματα με μικροαστική συνείδηση και πρέπει σιγά-σιγά, και προσεκτικά να επιδρά πάνω τους αλλά αυτή είναι μια διαδικασία που μπορεί να τραβήξει σε μάκρος (εν πολλοίς αβέβαιη), και εν πάση περιπτώσει δεν καθορίζει αποφασιστικά την άμεση πολιτική του. Βέβαια να επαναλάβουμε εδώ ότι τα μαζικά κόμματα είναι και υποκείμενο αλλά και αντικείμενο της ταξικής πάλης, δηλαδή και ο ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνεται με την σειρά του από τα στρώματα αυτά και τις μεταβαλλόμενες εμπειρίες τους.

Ο οικονομισμός προσπαθεί όχι απλά να ανάγει σε τελευταία ανάλυση, αλλά να εξάγει άμεσα την πολιτική από το ταξικό συμφέρον. Δηλαδή «αφού είναι εργάτες, θα θέλουν τον σοσιαλισμό κτλ»… «Ξεχνά», δεν καταλαβαίνει, ότι το ταξικό συμφέρον διαμεσολαβείται από την ιδεολογία. Το ταξικό συμφέρον έχει κρίσιμη σημασία στην πολιτική αλλά συμφέρον όπως κατανοείται από τους ενδιαφερομένους και όχι όπως θεωρητικά πρέπει να είναι (αυτό που ο Μαρξ νόμιζε ότι θα αναγκαστεί η εργατική τάξη να κάνει). Πέρα του ότι είναι αναποτελεσματικό μπορεί να γίνει και επικίνδυνο (να οδηγήσει σε αυταρχικές καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν σε περίπτωση σχεδιασμένης οικονομίας καθορίζονται γραφειοκρατικά και αυθαίρετα οι ανάγκες, και να ερμηνεύεται η θέλησή της. Δεν είναι θεωρητική περίπτωση, το έχουμε δει στις κοινωνίες του υπαρκτού σοσιαλισμού).


Βιβλιογραφία:

  1. Λένιν, ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού- άπαντα τ.41, 1977, σύγχρονη εποχή.
  2. Πουλαντζάς, πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις-τόμος β', 1985, Θεμέλιο.
  3. Πουλαντζάς, το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, 1982, Θεμέλιο.
iΔύο είναι τα βασικά ζητήματα στην πολιτική. Η ικανότητα να εκτιμάς τον συσχετισμό δυνάμεων, (που καθορίζει το μεταβατικό-άμεσο πρόγραμμα και τις συμμαχίες) και η ικανότητα η πολιτική σου να δείχνει στις μάζες αυτό που θέλεις αντί να τους το δηλώνεις με την προπαγάνδα.
iiΔεν είναι τυχαίο ότι το μόνο ειδικό βιβλίο για την θεωρία της πολιτικής που έγραψε ο Λένιν -τον "αριστερισμό"- αναφέρεται στα αριστερά λάθη, γιατί πολιτική σημαίνει να κερδίσεις τις μάζες και όχι την πρωτοπορία, και αυτό δεν γίνεται χωρίς καταπολέμηση των σοβαρών αριστερών συγχύσεων που έχουν περισσότερο από όλους όσοι έχουν διαβάσει πέντε πράγματα και νομίζουν ότι αρκεί να “εξηγήσουν” στις μάζες και αυτές θα καταλάβουν.
iiiΜεταξύ άλλων στο “φασισμός και δικτατορία” αλλά και στο “πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις” στο κεφάλαιο “τάξεις που κρατούν το κράτος”, σελ 94-104.

23/11/13

για την επιστήμη και τέχνη της πολιτικής: πρώτο μέρος, ή τι ΔΕΝ είναι πολιτική...


Το σημείωμα αυτό δεν φιλοδοξεί να είναι ένα ολοκληρωμένο εγχειρίδιο πολιτικής, απλά αποσκοπεί στο να ξεδιαλύνει κάποιες βασικές συγχύσεις που φαίνονται αμέσως σε όποιον παρακολουθεί την καθημερινή αντιπαράθεση στα πλαίσια της αριστεράς. Πιο συγκεκριμένα αποσκοπεί στο να δείξει πως κάποιοι μπερδεύουν την πολιτική με την προπαγάνδα, με την επιστημονική ανάλυση-θεωρία και με την ηθική.
Η πολιτική βέβαια στηρίζεται στην θεωρία, στην επιστήμη, στο πρόγραμμα, στην ιδεολογία, όμως διαφέρει σημαντικά από αυτά. Επίσης προφανώς πρέπει να υποστηριχθεί από την διαφώτιση-προπαγάνδα, αλλά επίσης διαφέρει σημαντικά και από αυτήν. Τέλος, ενώ η πολιτική της Αριστεράς πρέπει να στηρίζεται στην ηθική, στις αξίες της Αριστεράς όσον αφορά την ειλικρίνεια, την έλλειψη εξαπάτησης, χειραγώγησης κτλ, δεν μπορεί να θεμελιώνεται σε αντιλήψεις για το δίκαιο και το σωστό. Η σύγχυση της πολιτικής με αυτά οδηγεί σε εντελώς λάθος πολιτικές ή ακόμα χειρότερα στην παραίτηση από την πολιτική. Αυτόν τον διακριτό ρόλο της πολιτικής θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε απλά σε αυτό το σημείωμα.

Η πολιτική δεν είναι ιδεολογική-θεωρητική παρέμβαση.

Μια πολύ διαδεδομένη σύγχυση στην Αριστερά και μάλιστα σε κύκλους διανοουμένων, ή ομίλων θεωρίας, είναι το μπέρδεμα της πολιτικής με την ιδεολογία. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα με ένα επίκαιρο θέμα, την κρίση. Συμφωνούμε όλοι ότι η κρίση είναι του καπιταλισμού. Ότι το ξεπέρασμα των κρίσεων απαιτεί και το ξεπέρασμα του συστήματος που γεννά τις κρίσεις. Ότι μόνη ριζική λύση είναι ο σοσιαλισμός. Το ίδιο ισχύει για τα περισσότερα ζητήματα, πχ η ανεργία δεν μπορεί να λυθεί ικανοποιητικά χωρίς σχεδιασμένη κοινωνία, σοσιαλισμό. Αυτό είναι κοινά παραδεκτό και περιγράφεται με κάποιο τρόπο στα προγράμματα των κομμάτων της Αριστεράς. Είναι ας πούμε η ιδεολογική (ή η επιστημονική, οικονομική) πλευρά του ζητήματος. Μήπως από την προηγούμενη ανάλυση βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο άμεσος πολιτικός στόχος πρέπει να είναι ο σοσιαλισμός και οτιδήποτε λιγότερο είναι «οπορτουνισμός» όπως νομίζει πχ το ΚΚΕ;
Ας δούμε ένα ιστορικό παράδειγμα. Οι μπολσεβίκοι το 1917 πήραν την εξουσία με τρία βασικά συνθήματα: ειρήνη, ψωμί, γη στους αγρότες. Τρία αστικά συνθήματα, και μάλιστα προκειμένου να εξασφαλίσουν την συμμαχία με τους αντιδραστικούς αγρότες παραιτήθηκαν από το πρόγραμμα τους που ήταν η σοσιαλιστική εθνικοποίηση της γης, και υιοθέτησαν το μικροαστικό πρόγραμμα των εσέρων, για μοίρασμα της γης σε ατομικούς κλήρους, δημιουργώντας έτσι μια θάλασσα μικροαστών. Και ας τους κατηγορούσαν τότε οι υπεραριστεροί για δεξιά στροφή και υποχωρήσεις.
Τι θα έλεγε πχ ένας "αριστερός" σε κείνες τις συνθήκες; θα έλεγε ότι αυτό θα δημιουργήσει μικροαστούς, ότι είναι αντιδραστική λύση, ενισχύει τον καπιταλισμό, ότι δεν συνάδει με τον κομμουνισμό, και θα κατηγορούσε τον Λένιν για δεξιά στροφή και ότι πάει να γίνει Κερένσκυ στην θέση του Κερένσκυ, κριτική γενικά σωστή από επιστημονική άποψη, αλλά που δείχνει πλήρη έλλειψη πολιτικού κριτηρίου. Τι βάρυνε στην πολιτική των μπολσεβίκων; Ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων και η ανάγκη συμμαχίας με τους πραγματικούς αγρότες, τους αγρότες όχι όπως θα ήθελαν οι μπολσεβίκοι να σκέφτονται αλλά όπως σκέφτονταν την στιγμή της επανάστασης.
Ποιο είναι το λάθος του επιστήμονα; Απαιτεί αυτό που καταλαβαίνει αυτός και μερικοί άλλοι επιστήμονες να το καταλάβουν οι πλατύτερες μάζες, δηλαδή να γίνει πολιτική. Τότε όλα θα ήταν πολύ απλά. Όμως το ταξικό συμφέρον διαμεσολαβείται από την ιδεολογία και τις πολιτικές αντιλήψεις, ακόμα και από τις προλήψεις και προκαταλήψεις, και όλα αυτά καθορίζουν την πολιτική ενός επαναστατικού κόμματος και όχι μιας επιστημονικής λέσχης ή ενός ομίλου θεωρίας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πχ, τι θα έκανε σε κείνες τις συνθήκες; θα καλούσε τους αγρότες να αλλάξουν αντιλήψεις και να υιοθετήσουν το πρόγραμμα των μπολσεβίκων, όπως κάνει σήμερα πχ για το θέμα της ΕΕ και του Ευρώ (πέρα από άλλες αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανείς για το ζήτημα των ολοκληρώσεων και την ιδέα του σοσιαλισμού σε μια χώρα). Θα είχε γίνει έτσι η Οκτωβριανή;
Λέμε λοιπόν ότι σημασία έχει να βρεις αυτό που θα σε φέρει πιο κοντά στην επανάσταση κερδίζοντας την πλειοψηφία, και αυτό σήμερα είναι η κατάργηση του μνημονίου και η κυβέρνηση της Αριστεράς. Όλα τα άλλα τα πιο «αριστερά» όχι μόνο δεν ανοίγουν δρόμο αλλά αντικειμενικά βοηθάνε τον αντίπαλο να διατηρήσει την εξουσία του.
Παραπέρα. Τι καθορίζει το άμεσο πρόγραμμα ενός επαναστατικού κόμματος; Κάποιοι νομίζουν ότι όσο πιο αριστερά είναι τόσο καλλίτερο. Είναι όμως έτσι; στόχος των άμεσων προγραμμάτων είναι να χτίσεις πλειοψηφίες για να πάρεις την εξουσία. Αυτό προϋποθέτει να κτιστούν πλειοψηφίες, που δεν είναι φυσικά στο επίπεδο της πρωτοπορίας και υπέρ του μάξιμουμ προγράμματος, δηλαδή του σοσιαλισμού. Άρα ένα πρόγραμμα πιο «αριστερό» από ένα που συγκεντρώνει πλειοψηφία, όχι μόνο δεν είναι επαναστατικό αλλά απομακρύνει την πιθανότητα νίκης. Σήμερα η κατάργηση του μνημονίου και όχι ο σοσιαλισμός είναι το άμεσο ζήτημα που μπορεί να συγκεντρώσει πλειοψηφία και υπό προϋποθέσεις να δώσει την κυβερνητική εξουσία και να ανοίξει τον δρόμο και για τον σοσιαλισμό. Να το θέσουμε αλλιώς. Ο πιο πιθανός δρόμος για τον σοσιαλισμό σήμερα είναι να παραιτηθείς από αυτόν προσωρινά και να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις τις εθνικές και διεθνείς προϋποθέσεις για αυτόν, με ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα σου δώσει την εξουσία.
Τότε γιατί πχ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βάζει ένα άλλο, πιο «προωθημένο» πρόγραμμα, που προφανώς δεν συγκεντρώνει πλειοψηφία; Γιατί σκοπός της δεν είναι το άμεσο άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας αλλά το στρίμωγμα του ΣΥΡΙΖΑ, η αποκάλυψη του σαν κόμματος ρεφορμιστικού. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούσε το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως προτείνει η Αριστερή Πλατφόρμα, τότε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το πιο πιθανό να το άλλαζε σε κάτι πιο «προχωρημένο» με στόχο να διαφοροποιηθεί, και να συνεχίσει την πολιτική αποκάλυψης του δήθεν ρεφορμισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτήν την πολιτική της στοχεύει στον αριστερό (αλλά άπειρο πολιτικά) κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ που συγκινείται από πιο ριζοσπαστικές αλλαγές.
Φυσικά με αυτήν την λογική του αριστερισμού, κάθε πρόγραμμα μπορεί να θεωρηθεί «δεξιό». Γιατί είναι επαρκές το μίνιμουμ πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφού πχ για την αντιμετώπιση της ανεργίας δεν φτάνει τίποτα λιγότερο από τον σοσιαλισμό. Και ο σοσιαλισμός όμως δεν φτάνει για την πλήρη απελευθέρωση της εργασίας, που απαιτεί τον κομμουνισμό. Φαίνεται καθαρά ο παραλογισμός αυτής της λογικής.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας τακτικής είναι οι δυνάμεις της Αριστεράς να μην αθροίζονται, και το αστικό μπλοκ, αν και μειοψηφικό, να κρατά την εξουσία. Έτσι παρά την επαναστατική φρασεολογία, ουσιαστικά πριμοδοτείται το αστικό μπλοκ.
Τι όμως συμβούλευε ο Λένιν τους αριστερούς κομμουνιστές (πχ στην Αγγλία, Πάνχερστ κτλ) να κάνουν σε αντίστοιχες συνθήκες. Τους καλούσε -με την προϋπόθεση της ελευθερίας κριτικής και δυνατότητας αυτοτελούς δράσης- να συνεργαστούν με το τότε εργατικό ρεφορμιστικό κόμμα, και ακόμα αν δεν δεχτεί εκείνο την συνεργασία να μην βάλουν καν υποψηφιότητα σε κάποιες περιφέρειες προκειμένου να το αφήσουν να κερδίσει τις εκλογές και οι μάζες να το δουν να κυβερνάει, ώστε να μπορούν να βγάλουν τα συμπεράσματα τους. (αριστερισμός σελ. 71, άπαντα τ.41 ).

Διάφοροι όμιλοι επιστημονικής θεωρίας εξ ορισμού δεν μπορούν να κάνουν πολιτική, και γιατί είναι ξεκομμένοι από την πραγματική εργατική τάξη, άρα δεν μπορούν να καταλάβουν πως ακριβώς σκέφτεται, και γιατί προσπαθούν να εξάγουν πολιτική από την θεωρία και όχι από τον συσχετισμό δυνάμεων και τις ανάγκες της ίδιας πολιτικής.

Τέλος, η ιδεολογία, αφορά περιορισμένο αριθμό ομοϊδεατών, πχ οι Αριστεροί στην Ελλάδα αυτοπροσδιορίζονται περίπου στο 10%, άρα αν ένα κόμμα νομίζει ότι μπορεί να κάνει πολιτική που αφορά μόνο τους αριστερούς, δηλαδή με ιδεολογικούς όρους, όπως νομίζουν το ΚΚΕ ή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτοπεριορίζεται και δεν μπορεί να δημιουργήσει πλειοψηφίες. 
 
Μια κρίσιμη διευκρίνιση: όταν λέμε να παίρνουμε υπόψη τον συσχετισμό δυνάμεων δεν εννοούμε να υποταχθούμε σε αυτόν. Πχ αν θεωρούμε ότι είναι σωστή η έξοδος από το ΝΑΤΟ, και εκτιμούμε ότι η πλειοψηφία σήμερα δεν το θεωρεί σωστό ή εφικτό ή αναγκαίο ή οτιδήποτε άλλο, ναι μεν δεν το βάζουμε σαν άμεσο πολιτικό μας στόχο, αλλά δεν παραιτούμαστε, περιμένουμε μια άλλη συγκυρία, πχ μια επέμβαση του ΝΑΤΟ που καταδικάζεται από την πλειοψηφία και αλλάζει την στάση απέναντί του, για να το προωθήσουμε στην πρώτη γραμμή. Ο αριστερισμός θα μας κατηγορήσει σήμερα για υποχώρηση, και αύριο όταν το ζήτημα ωριμάσει, θα ισχυριστεί ότι αυτό έγινε κάτω από την δική του πίεση. Από την άλλη ο ρεφορμισμός θα παραιτηθεί οριστικά από τον προσωρινά μη πραγματοποιήσιμο στόχο.
Φυσικά ακόμα πιο αποτελεσματική τακτική δεν είναι να περιμένουμε παθητικά, αλλά να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε εμείς τα γεγονότα που θα δείξουν αυτό που ισχυριζόμαστε, όπως θα εξηγήσουμε αμέσως παρακάτω. Προφανώς, για να μην παρεξηγηθούμε, δεν ισχυριζόμαστε ότι η πολιτική είναι αποϊδεολογικοποιημένη. Κάθε κόμμα ή και κάθε πολιτικός έχει ένα ιδεολογικό υπόβαθρο, και κάθε πολιτικό πρόγραμμα επίσης. Πχ η μεταβατική κυβέρνηση της αριστεράς, για τον ΣΥΡΙΖΑ ή έστω την πλειοψηφία του, δεν είναι αυτοσκοπός, είναι δρόμος για τον σοσιαλισμό. Αυτό όμως δεν το συμμερίζεται σήμερα υποχρεωτικά η πλειοψηφία που θα τον ψηφίσει, είναι κάτι που θα συνειδητοποιηθεί στην πορεία (αν συνειδητοποιηθεί) και θα αποφασιστεί από μια νέα κοινωνική και εκλογική πλειοψηφία.
Και η λεγόμενη προβοκάτσια είναι η δημιουργία γεγονότων αντί προπαγάνδας. Καίγεται η Αθήνα και η κυβέρνηση αμέσως μπορεί να πάρει μέτρα καταστολής χωρίς πολλές αντιδράσεις. Στην πολιτική πολλές ενέργειες παίζουν αυτό τον ρόλο,, δηλαδή να δείξουν κάτι αντί να το δηλώσουν. Ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο (πχ μια επίσκεψη σε μια χώρα ή έναν ηγέτη, το που θα κάτσει κάποιος σε ένα γεύμα ή σε μια φωτογραφία κτλ).


Πολιτική δεν είναι «να εξηγήσουμε», αυτό είναι προπαγάνδα, διαφώτιση.
  • Πολιτική κάνεις με τις μάζες, η προπαγάνδα αφορά μικρές ομάδες πχ αριστερών.
  • η πολιτική στοχεύει σε πλειοψηφίες με την σημερινή συνείδηση, η προπαγάνδα προσπαθεί (ή μερικές φορές αυταπατάται ότι θα το κάνει) να διαμορφώσει συνείδηση στο μέλλον.
  • Η πολιτική προσπαθεί να διαμορφώσει συνειδήσεις δείχνοντας, δημιουργώντας γεγονότα, που θα βοηθήσουν τις μάζες να καταλάβουν με την πείρα τους, η προπαγάνδα με λογικά επιχειρήματα που κατανοούν λίγοι. Παράδειγμα: η μεγάλη πλειοψηφία βλέπει απαξιωτικά τις δημόσιες επιχειρήσεις. Πρώτο πρόβλημα είναι να το συνειδητοποιήσεις αυτό και να μην θεωρείς ότι ο κόσμος τις εκτιμά άρα και θα εγκρίνει σήμερα εκτεταμένες εθνικοποιήσεις, ή θα τις υπερασπιστεί από ιδιωτικοποιήσεις. Για αυτό ο Σαμαράς κερδίζει, και θα κέρδιζε και από την υπόθεση της ΕΡΤ, αν δεν γινότανε άτσαλα και δεν προσέκρουε σε συναισθηματικό δέσιμο με το ραδιόφωνο κτλ.
  • Στην πολιτική δεν φτάνει να υπολογίζεις τι λες και τι κάνεις αλλά και τι συνείδηση δημιουργείται από αυτό που λες και κάνεις, που πολλές φορές αυτά δεν ταυτίζονται.
Όπως είπαμε η προπαγάνδα προσπαθεί να εξηγήσει, να πείσει, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί μπορεί και όχι. Η πολιτική αντίθετα στηρίζεται στα ήδη κεκτημένα πιστεύω και αντιλήψεις και μετρώντας νηφάλια προσπαθεί να χαράξει ένα ρεαλιστικό σχέδιο για το τι μπορεί να γίνει με βάση την σημερινή συνείδηση, και υπολογίζοντας πως θα δημιουργήσει γεγονότα που θα οδηγήσουν τις μάζες με βάση την πείρα τους στο να συνειδητοποιήσουν κάτι.
Ένα παράδειγμα είναι οι δημόσιες επιχειρήσεις. Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, σαν αποτέλεσμα της ασέλγειας όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων αλλά και μια όχι σωστής στάσης πολλών εργαζομένων σε αυτές, δεν τις υπερασπίζεται και μάλλον εγκρίνει την ιδιωτικοποίηση τους. Το να λες απλά υπέρ του δημόσιου τομέα όχι μόνο δεν σε ευνοεί αλλά πριμοδοτεί τον αντίπαλο. Η Αριστερά είναι σε δύσκολη θέση όταν αγωνίζεται κατά των ιδιωτικοποιήσεων, βρίσκεται σε εχθρικό έδαφος. Αναγκαστικά θα δώσει την μάχη, αλλά δεν φτάνει ένα ξερό όχι. Πρέπει να κυριαρχεί η κριτική στην διαχρονική ευθύνη των κυβερνήσεων και να μην ταυτίζεται με το σημερινό καθεστώς τους, να προβάλλει την ανάγκη εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού τους. Ούτε στο άμεσο πολιτικό της πρόγραμμα μπορεί να μιλά για εκτεταμένες εθνικοποιήσεις. Αλλά επειδή αυτές είναι αναγκαίες, αφού πάρει την κυβερνητική εξουσία, μπορεί να επικεντρωθεί σε 2-3 επιχειρήσεις, να τις εξυγιάνει, να τις εκδημοκρατίσει, και αφού τις κάνει αποτελεσματικές, κερδοφόρες και θελκτικές και αυτό φανεί σε όλους, αφού λοιπόν έχει δείξει όχι με τα λόγια αλλά με την πείρα ότι υπάρχει αποτελεσματικό και σύγχρονο δημόσιο, τότε και μόνο τότε μπορεί να βάλει για έγκριση στον λαό ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εθνικοποιήσεων (φυσικά εκεί που ο χαρακτήρας των παραγωγικών δυνάμεων το επιτρέπει).

Για την σχέση ηθικής και πολιτικής.

Ρωτήστε έναν αριστερό γιατί είμαστε κομμουνιστές, γιατί θέλουμε τον σοσιαλισμό. Γιατί ο καπιταλισμός είναι εκμεταλλευτικός θα σου απαντήσει. Για να καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Λάθος απάντηση! Αυτή η απάντηση ταιριάζει σε έναν αριστερό παπά, και φυσικά υπάρχουν τέτοιοι. Όμως η ηθική θεμελίωση του κομμουνισμού (δικαιοσύνη, …αγάπη κτλ) δεν έχει καμιά σχέση με τον μαρξισμό. Ο σοσιαλισμός η θα είναι ανώτερος και πιο αποτελεσματικός από τον καπιταλισμό, ή δεν θα μπορεί να σταθεί και θα καταρρεύσει (η περίπτωση της ΕΣΣΔ).
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μεταναστευτικό. Αντιμετωπίζεται σαν ηθικό θέμα από την αριστερά, ανθρωπιστικά, δηλαδή ότι οι μετανάστες είναι θύματα πολέμων και της φτώχειας, ότι πρέπει μα τους στηρίξουμε κτλ πράγμα που μπορεί να συγκινήσει ένα περιορισμένο αριστερό ακροατήριο, ενώ η πολιτική του διάσταση αγνοείται. Ποια είναι αυτή: ότι η μετανάστευση αξιοποιείται από την εγχώρια αστική τάξη για να βρει φτηνό εργατικό δυναμικό, να πιέσει την ελληνική εργατική τάξη και να ρίξει μεροκάματα και δικαιώματα, ότι έτσι αυξάνουν η ανεργία και η εγκληματικότητα, και κυρίως τρέφεται ο ρατσισμός και η ΧΑ, άρα η είσοδος άλλων μεταναστών πρέπει να περιοριστεί δραστικά, με πλήρη απόδοση δικαιωμάτων σε όσους κριθεί ότι πρέπει να μείνουν. Αυτό είναι αριστερή θέση θα ρωτήσει κάποιος; πιστεύουμε πως ναι. Η διαφορά είναι ότι παράλληλα θα κάνεις ενέργειες για την λύση του προβλήματος στην ρίζα του δηλαδή στις χώρες προέλευσης, θα απαιτήσεις ίσα δικαιώματα για όσους τελικά μείνουν στην χώρα και θα μεταχειριστείς ανθρώπινα όσους προσπαθούν να μπουν παράνομα στην χώρα.
Υπάρχει μια γενικότερη τάση να θεμελιώνονται προγραμματικές θέσεις στο δίκαιο. Ο σοσιαλισμός είναι «δίκαιος», άρα εφικτός. Όμως η εμπειρία έδειξε (και ο Μαρξ προειδοποιούσε) ότι δεν φτάνει να είναι κάτι δίκαιο (που εξ άλλου είναι αμφιλεγόμενη και ταξική έννοια, ο αστός θεωρεί εντελώς άδικο να του στερήσεις την ιδιοκτησία του), πρέπει να γίνει και οικονομικά αποτελεσματικό και αναγκαίο για να είναι εφικτό. Η θεμελίωση του κομμουνισμού μόνο πάνω στην δικαιοσύνη, όπως εξακολουθεί να πιστεύει η πλειοψηφία του αριστερού κοινού νου αλλά και ρευμάτων μαρξιστικής σκέψης, δεν αποδεικνύει την αναγκαιότητα του, αυτή πρέπει να θεμελιωθεί σε βαθύτερες αιτίες, στις τάσεις των εξελίξεων στην ενότητα παραγωγικές δυνάμεις-παραγωγικές σχέσεις.

Βιβλιογραφία:
Λένιν, ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού- άπαντα τ.41, 1977, σύγχρονη εποχή.

3/2/13


Από την πείρα της Χιλής το 1970-1973




Ο παρατεταμένος κοινωνικός πόλεμος στη χώρα μας, που καθιστά ρεαλιστική τη δυνατότητα σχηματισμού αριστερής κυβέρνησης, επέβαλλε το άνοιγμα της συζήτησης για τα θεωρητικά προβλήματα του κράτους και της εξουσίαςi. Στα πλαίσια αυτά έχει πιστεύουμε ενδιαφέρον η μελέτη του πιο προχωρημένου μέχρι τώρα ιστορικού παραδείγματος, της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή,ii ιδιαίτερα μάλιστα που στην τραγική της κατάληξη βασίζονται μια σειρά λαθεμένες, “αριστερέςiii” αντιλήψεις.
Οι αναλύσεις μας θα πάρουν υπόψη τη μεγάλη θεωρητική, αυτοκριτική προσπάθεια που κατέβαλλε μετά την ήττα το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής, με σειρά άρθρων στελεχών του, βασισμένα σε συλλογικές επεξεργασίες.

1. Τα ιστορικά γεγονότα


Το φθινόπωρο του 1970, η Λαϊκή Ενότητα, μια συμμαχία του κομμουνιστικού, του σοσιαλιστικού, του ριζοσπαστικού και τριών άλλων μικρότερων κομμάτων, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές αποσπώντας το 36% των ψήφων, έvαvτι 35% που πήρε o δεξιός υποψήφιος του Εθνικού Κόμματoς, Αλεσσάvτρι, και 27,8% που έλαβε o κεντρώος υποψήφιoς των Χριστιανοδημοκρατών, Τόμιτς.
Η εκλογή του Αλιέντε δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Το λαϊκό κίνημα της Χιλής και το Κομμουνιστικό κόμμα κατάφεραν να διαδραματίσουν περισσότερο ενεργητικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήδη από τη δεκαετία του 1930. Για παράδειγμα το 1938 το ΚΚ Χιλής συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάδειξη της πρώτης κυβέρνησης Λαϊκού Μετώπου στη Λατινική Αμερική η οποία έφραξε το δρόμο του ανερχόμενου φασισμού, προωθώντας δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και μερικά οικονομικά μέτρα βελτίωσης της αξιοθρήνητης πραγματικά ως τότε ζωής των εργαζομένων.
Σύμφωνα με το πρόγραμμά της η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας προχώρησε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της σε σειρά σημαντικών αλλαγών. Εθνικοποιήθηκε κατ' αρχήν o χαλκός, το σημαντικότερο προϊόν της χώρας που το εκμεταλλεύονταν ως τότε, αλλά και σήμερα, οι αμερικάνικες πολυεθνικές. Μέσα στα πρώτα δυο χρόνια διακυβέρνησης, οι εθνικοποιήσεις περιέλαβαν πολλούς άλλους καίριους κλάδους της οικονομίας όπως τα μεταλλουργεία, τα ορυχεία σιδηρομεταλλεύματος και νίτρου, τα εργοστάσια τσιμέντου, την κλωστοϋφαντουργία, την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και τις τράπεζες.
Ο δημόσιος τομέας της οικονομίας παρήγαγε στα τέλη του 1972 περισσότερο από το 50% του ακαθάριστου βιομηχανικού προϊόντος. Συνολικά η βιομηχανική παραγωγή, επίσης, αυξήθηκε με γρήγορους ρυθμούς. Παράλληλα πήρε μέτρα εκδημοκρατισμού, προσπάθησε να οργανώσει από τα κάτω μορφές κρατικής εξουσίας (πχ λαϊκή πολιτοφυλακή, λαϊκά δικαστήρια), χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία.
Τους τελευταίους μήνες του 1971, ένα περίπου χρόνο μετά την εκλογή του Αλιέντε, άρχισαν να διαφαίνονται οικονομικές δυσκολίες: άνοδος του κόστους ζωής, προβληματικός ανεφοδιασμός σε προϊόντα, κάμψη της παραγωγής.
Οι συνθήκες αξιοποιήθηκαν από τις αντιδραστικές δυνάμεις για να μειώσουν το κύρος της κυβέρνησης στο λαό και κυρίως στα μεσαία στρώματα και να προετοιμάσουν έτσι το έδαφος για στρατιωτικό πραξικόπημα, που οργανώθηκε με την καθοδήγηση της CIA.
Τα γεγονότα αυτά πυροδότησαν τότε έντονες συζητήσεις για τη στρατηγική των δρόμων περάσματος στο σοσιαλισμό. Από τη μια πριμοδότησαν απόψεις όπως ο “ιστορικός συμβιβασμός” του ΙΚΚ, και από την άλλη απόψεις για το ανέφικτο ενός “δημοκρατικού” δρόμου.
Ακόμα και σήμερα ομάδες της αριστεράς, παραμένουν σε αυτή την αντίληψη.
Η αφήγηση πχ της οργάνωσης ΔΕΑiv είναι η κάπως απλοϊκή εκδοχή. Μιλά για ψευδαισθήσεις “ειρηνικού και κοινοβουλευτικού” περάσματος στο σοσιαλισμό. Η ερμηνεία τους είναι περίπου η εξής: Η αριστερά παίρνει την κυβέρνηση με ένα “κευνσιανό” πρόγραμμα (πράγμα όχι ακριβές, αλλά και έτσι να ήταν, δεν είναι κακό με βάση την πείρα πχ των μπολσεβίκων), έχουμε έξαρση αγώνων, δημιουργούνται αυθόρμητα εργοστασιακές επιτροπές και άλλες αμεσοδημοκρατικές μορφές που μπορεί να αποτελέσουν εναλλακτικό κράτος. Όμως η κυβέρνηση δεν τις αξιοποιεί για να πάρει όλη την εξουσία αλλά συμβιβάζεται με τη δεξιάv και την αστική τάξη. Ο στρατός από τη φύση του οργανώνει συνωμοσίες και τελικά λόγω και των υποχωρήσεων της κυβέρνησης και της Αριστεράς πετυχαίνει πραξικόπημα.
Η ανάλυση είναι εντελώς απλοϊκή. Πάσχει από πλήρη έλλειψη υπολογισμού του πραγματικού συσχετισμού ταξικών και πολιτικών δυνάμεων. Δεν κάνει καμιά ανάλυση για τις αντιφάσεις της διαδικασίας. Καμία αναφορά στις ταξικές συμμαχίες και το ρόλο των μεσαίων στρωμάτων. Δείχνει άγνοια της πραγματικής εξέλιξης της στάσης του στρατού. Καμιά ιδέα για τις συνθήκες που κατέστησαν δυνατό το πραξικόπημα (το αντιμετωπίζουν σαν φυσική καταστροφή). Καμιά αναφορά στα ζητήματα οικονομικής αποτελεσματικότητας. Το μόνο που αναγνωρίζουν ίσως είναι καλές προθέσεις...
Αλλά και μια πιο σοβαρή εκδοχή των γεγονότων (πχ Καλτσώνης, 2012 ) περιγράφει τα γεγονότα με έναν αρκετά σχηματικό τρόπο. Δεν κατανοεί τις πραγματικές αντιφάσεις του εγχειρήματος, όλα τα ανάγει στη θέληση του ΚΚ Χιλής, γενικά των κομμάτων, ερήμην του πραγματικού συσχετισμού. Αν ήθελε να πάρει την εξουσία (γιατί να μην θέλει;) το ΚΚ Χιλής, αν κέρδιζε τον στρατό, αν... Παραβλέπει εντελώς τα ζητήματα διαχείρισης και αποτελεσματικότητας της οικονομίας. Χαρακτηριστικά γράφει: “Φαίνεται πως στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, ή τουλάχιστον στην πλειοψηφία της, υπήρξαν αυταπάτες για τις δυνατότητες της κυβέρνησης vα αντιμετωπίσει την oικovoμική κρίση και τηv επίθεση τoυ μεγάλου κεφαλαίου και τoυ ιμπεριαλισμού μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας και χωρίς vα λυθεί τo πρόβλημα της εξουσίας”. Αν πάρουμε την παραπάνω δήλωση τοις μετρητοίς τι μπορεί να σημαίνει; ότι κακώς ο Αλιέντε ανέλαβε τη διακυβέρνηση αφού δεν μπορούσε να έχει όλη την εξουσία και αμέσως “σοσιαλισμό”.

2. Το πρόβλημα του συσχετισμού δυνάμεων


Πρώτο και κρίσιμο ζήτημα είναι ότι αυτές οι αναλύσεις παραβλέπουν τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων.
Κατ' αρχήν τον εκλογικό (36% στην αρχή, 44% στο τέλος), που έδειχνε τους περιορισμούς ακόμα και απλής νομοθετικής δράσης, πόσο μάλιστα το μέγεθος της λαϊκής νομιμοποίησης. Αλλά ο εκλογικός συσχετισμός δεν είναι ο μοναδικός, ούτε ο κύριος. Οι χιλιανοί κομμουνιστές κάναν λόγο για τη διαφορά μεταξύ εκλογικής και δραστήριας πλειοψηφίαςvi, δηλαδή λαϊκής ετοιμότητας για δράση. Εκτιμούσαν ότι υπήρχαν σοβαρές αυταπάτες, και τάση ανάθεσης στην κυβέρνηση να λύσει τα προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι προσπάθειες που έγιναν για δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής ή λαϊκών δικαστηρίων, δεν είχαν σοβαρά αποτελέσματα. Με τα λόγια του Λ Κορβαλάν: “ο λαός δεν είχε αντίληψη της αναγκαιότητας κατάληψης όλης της εξουσίας ... όταν προτείναμε τη δημιουργία λαϊκών δικαστηρίων η έλλειψη στις μάζες ξεκάθαρης αντίληψης μας ανάγκασε να υποχωρήσουμε ...”. Φυσικά η ανάγνωση των γεγονότων από τους αριστεριστές είναι ότι η κυβέρνηση υποχωρούσε στη Δεξιά και όχι ότι υποχωρούσε αναγκαστικά λόγω της μη κατανόησης του μέτρου από τις μάζες. Τυπικό δείγμα πολιτικού πρωτογονισμού που συναντάται και σήμερα στην κριτική που γίνεται για “δεξιά στροφή” του ΣΥΡΙΖΑ.
Σημαντικότερο στοιχείο του συσχετισμού λοιπόν είναι το τι αντιλήψεις κυριαρχούν στο λαό. Μιλώντας για το σήμερα στη χώρα μας, η αντιμνημονιακή πλειοψηφία ούτε συμπαγής είναι ούτε αριστερή, κυριαρχείται από μικροαστικές αυταπάτες, αυταπάτες επιστροφής στην προ κρίσης εποχή, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Ακόμα και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι προσανατολισμένοι στο ότι πρέπει η χώρα να αλλάξει παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο. Αυτό συνιστά το κρίσιμο στοιχείο του συσχετισμού δυνάμεων, πέρα από την εκλογική επιρροή.
Παραπέρα, στο συσχετισμό συνυπολογίζονται και μια σειρά άλλοι παράγοντες από πιο σοβαρούς, όπως η διεθνής κατάσταση, το ποιες δυνάμεις κυριαρχούν και τι πολιτικές εφαρμόζονται στην Ευρώπη και τον κόσμο, μέχρι την κατάσταση και τη δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος. Στην πραγματικότητα συνυπολογίζονται δεκάδες άλλοι παράγοντες. Αυτό δεν σημαίνει ότι κανείς πρέπει να υποταχθεί στο συσχετισμό, αλλά να τον πάρει υπόψιν για να μπορεί να τον αλλάξει κατά τον δυνατόν. Όμως έτσι ή αλλιώς ο συσχετισμός είναι ένας αντικειμενικός παράγοντας κάθε στιγμή, που δεν αλλάζει ετσιθελικά. Εδώ γίνεται ένα διπλό λάθος. Κάποιοι δεν υπολογίζουν τους αντικειμενικούς παράγοντες πχ διεθνές περιβάλλον, διάταξη πολιτικών δυνάμεων κτλ, και δεύτερο θεωρούν ότι ο λαός, ή η εργατική τάξη είναι πάντα “αριστερή” και πάντα έτοιμη για επανάσταση. Στη θέση μιας νηφάλιας εκτίμησης βάζουν τις επιθυμίες τους.
Να σημειώσουμε ότι στην αρχή της μεταβατικής διαδικασίας τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Μετά, ανάλογα και με τα μέτρα που παίρνονται, οξύνεται η ταξική πάλη και έχουμε διαφοροποίηση του συσχετισμού, ευνοϊκότερη ή και δυσμενέστερη αν πχ τα μεσαία στρώματα στραφούν πάλι προς την αστική τάξη. Βασικό ζήτημα στον υπολογισμό των ταξικών δυνάμεων είναι οι ταλαντεύσεις των μεσαίων στρωμάτων. Στη Χιλή ο εκλογικός συσχετισμός ακολούθησε αυτή την πορεία. Από το 36% το 1970 πήγε στο 44% το 1972, αλλά μετά την αντεπίθεση της αστικής τάξης, εγχώριας και διεθνούς, και λάθη που στρέψανε τους μικροαστούς δεξιά, ο συσχετισμός χειροτέρεψε αισθητά. Σε αυτές τις συνθήκες δεν νομίζουμε ότι είναι ρεαλιστικό να βάλεις ζήτημα κατάκτησης ολόκληρης της εξουσίας, αντίθετα πρέπει να εξετάσεις σοβαρά την πιθανότητα προσωρινής υποχώρησης, πχ με διεξαγωγή εκλογών, ώστε ο λαός να λύσει το ζήτημα.
Γενικά το ζήτημα του να κρατάς ανοικτή την πιθανότητα υποχώρησης όταν χάνεις την πλειοψηφία, δεν ήταν στην προβληματική της κυβέρνησης της λαϊκής ενότητας, για αυτούς το να προχωρήσουν ήταν μονόδρομος.
Παρεμπιπτόντως να πούμε ότι και η στάση μερίδων ή ομάδων της εργατικής τάξης μπορεί να είναι προβληματική. Προβλήματα εμφανίζονται με τη μορφή του οικονομισμούvii, δηλαδή αδυναμίας να μπουν πάνω από τα στενά άμεσα οικονομικά συμφέροντα τα μακροπρόθεσμα πολιτικά. Να θυμίσουμε ότι παρόμοια προβλήματα αντιμετώπισαν και οι μπολσεβίκοι στις αρχές της επανάστασης πχ απεργία των σιδηροδρομικών. Τότε εκείνοι, καλώς ή κακώς, τη σύντριψαν με τις λόγχες. Μια αριστερή κυβέρνηση σήμερα ούτε μπορεί αλλά ούτε και θα θέλει να συμπεριφερθεί έτσι, άρα χρειάζεται από σήμερα μια πολιτική που να διαπαιδαγωγεί την εργατική τάξη στο να μπορεί να συμπεριφερθεί ηγεμονικά, και όχι οικονομίστικαviii.

3. Τα μεσαία στρώματα


Στη Χιλή τα μεσαία στρώματα στην αρχή ήταν ουδέτερα, μετά άρχισαν -σαν αποτέλεσμα των οικονομικών δυσκολιών και της όξυνσης της ταξικής πάληςix- να δυσφορούν, παραπέρα κάποια πέρασαν σε ανοικτά αντιδραστική θέση (ιδιοκτήτες φορτηγών, γιατροί, δικηγόροι) και τέλος πέρασαν μαζικά με την αστική τάξη. Τότε και μόνο τότε, ο στρατός ήταν έτοιμος για ανοικτή αντεπαναστατική δράση, όχι πιο πριν.
Αυτό δεν ήταν υποχρεωτικό να συμβεί. Και στην μπολσεβίκικη επανάσταση οι μικροαστοί (κύρια μεσαίοι αγρότες) ταλαντευόταν. Εκεί, παρόλο που είχε κατακτηθεί η εξουσία, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι υπολόγιζαν πολύ σοβαρά τη στάση τους και έκαναν το παν για να διατηρήσουν όσο μπορούν τη συμμαχία. Η λεγόμενη ΝΕΠ (νέα οικονομική πολιτική, με αναζωογόνηση του καπιταλισμού αμέσως μετά την κατάκτηση της εξουσίας) σε ένα μεγάλο βαθμό αντιμετώπιζε και αυτή την ανάγκη. Αργότερα επί Στάλιν ακολουθήθηκε γραμμή βίαιης επίθεσης εναντίον τους -δικαιολογημένη ή όχι είναι άλλο ζήτημα– που μακροπρόθεσμα οδήγησε στην απομόνωση του καθεστώτος και στην ήττα. Να σημειώσουμε ότι η στάση των μεσαίων στρωμάτων επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό διάφορες μερίδες της εργατικής τάξης, έστω τις πιο καθυστερημένες. Η πολιτική συμμαχιών δεν αναιρεί τον ηγεμονικό ρόλο της εργατικής τάξης, ίσα-ίσα βοηθά στο να κατακτηθεί.
Ιδιαίτερα στη χώρα μας, που έχουμε εκτεταμένα μεσαία στρώματα, αλλά και μεγάλο μέρος των μισθωτών έχουν εισόδημα από πηγές αυτοαπασχόλησης, είναι σοβαρό ζήτημα. Τα στρώματα αυτά είναι κάτω από την ισχυρή επιρροή της αστικής ιδεολογίας. Είναι συνηθισμένα στη φοροδιαφυγή. Πριν την κρίση είχαν συνηθίσει στον υπερκαταναλωτισμό και σε γρήγορα κέρδη. Σήμερα αυτά κυρίως προσδοκάν μια επιστροφή στην πριν το 2008 εποχή, χωρίς να αλλάξει το παραγωγικό ή καταναλωτικό μοντέλο. Απεχθάνονται το κράτος, και το δημόσιο, εκτός αν είναι να τα στηρίξει. Η δουλειά μιας αριστερής κυβέρνησης δεν θα είναι εύκολη υπόθεση με αυτά. Και οι λαθεμένες ενέργειες αριστερίστικων στοιχείων είτε στον τομέα της οικονομίας, είτε της πολιτικής περιπλέκουν αφάνταστα το πρόβλημαx.

4. Το στρατιωτικό ζήτημα


Ένα συνηθισμένο λάθος είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος των ενόπλων δυνάμεων σαν τεχνικό ζήτημαxi. Δηλαδή να μην καταλαβαίνουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις και συνθήκες για να κινηθεί ο στρατός στη μια ή στην άλλη κατεύθυνση. Οι ιμπεριαλιστές το καταλάβαιναν πολύ καλά. Πχ “ο στρατηγός Βιώ ετοίμαζε πραξικόπημα για τις αρχές Οκτώβρη 1970. Η Ουάσιγκτον όμως τov 'συμβούλευσε' να σταματήσει γιατί, κατά τη γνώμη της, δεν ήταν αρκετά προετοιμασμένος αλλά ούτε ο χρόνος ήταν κατάλληλος. Κατά το Στέητ Ντιπάρτμεvτ, ένα τέτοιο εγχείρημα θα κατέληγε τώρα σε αποτυχία και θα ισχυροποιούσε την απήχηση της Λαϊκής Ενότητας στο λαό. Ίσως, μάλιστα, να τη βοηθούσε να λύσει, μια και καλή, το ζήτημα της εξουσίας και να της παρείχε τη δυνατότητα συντριβής όχι μόνο των πραξικοπηματιών αλλά ολόκληρου του αστικού κρατικού μηχανισμού”. (Καλτσώνης, 2012)
Η στάση του στρατού δεν είναι προκαθορισμένη. Για να κινηθεί, εκτός από την τεχνική προετοιμασία χρειάζεται το κατάλληλο κλίμα, και στην κοινωνία αλλά και στις τάξεις του. Τα στελέχη του ανήκουν ή αισθάνονται ότι ανήκουν στα μεσαία στρώματα και κινούνται ψυχολογικά και πολιτικά μαζί με αυτά. Για αυτό έχει μεγάλη σημασία ο γενικός συσχετισμός δυνάμεων και η πολιτική συμμαχιών με τα μεσαία στρώματα.
Φυσικά απαιτείται μια ορισμένη επαγρύπνηση, ακόμα και κάποια οργανωτική προετοιμασία για αντιμετώπιση μιας αντιδημοκρατικής εκτροπήςxii. Να υπενθυμίζουμε ότι ο λεγόμενος δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν είναι κατ' ανάγκην ούτε ειρηνικός, ούτε απλός κοινοβουλευτικός περίπατοςxiii. Η αστική τάξη ξεκινά ένα λυσσασμένο πόλεμο που παίρνει τη μορφή της επενδυτικής αποχής της φυγής κεφαλαίων του σαμποτάζ της παραγωγής, της ανάληψης καταθέσεων, του λοκ-άουτ, της δημιουργίας μαύρης αγοράς κτλ. Επίσης δεν αποκλείονται προβοκάτσιες. Στη Χιλή πχ δυο μήνες μετά τις δημοτικές εκλογές δολοφονήθηκε από αναρχικούς ο πρώην υπουργός εσωτερικών επί προεδρίας του Χριστιανοδημοκράτη Φρέι. Σήμερα θα μπορούσαν να παίξουν το χαρτί της “τρομοκρατίας”. Από την άλλη, δυσκολίες πηγάζουν και από το γεγονός ότι οι αριστεριστές, μη κατανοώντας τον πραγματικό συσχετισμό, πιέζουν από τα “αριστερά”, δρουν σα να έχουμε όλη την εξουσία, σαν να πραγματοποιείται άμεσα σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό δείχνει η ιστορική πείρα και από τη δράση του ΜΙΡ στη Χιλή και του ΠΟΥΜ στην Ισπανία το 1936. Έτσι διευκολύνουν τη δημαγωγία της αστικής τάξης, αδυνατίζουν τη συμμαχία με τα μεσαία στρώματα, οδηγούν σε εξασθένιση τη λαϊκή πλειοψηφία, διευκολύνουν την ήττα της διαδικασίας.
Αν από λάθη ή άλλους λόγους χαθεί η πλειοψηφία, το να προετοιμάζεσαι για ένοπλη σύγκρουση είναι όχι μόνο τυχοδιωκτισμός αλλά και αυτοκτονία.xiv Η πιο λογική τακτική θα είναι μια προσωρινή υποχώρηση για να επανέλθεις όταν, και αν βελτιωθεί ο συσχετισμός δυνάμεων. Η αντίληψη ότι οι επαναστάτες δεν παραδίνουν την εξουσία ότι και αν γίνειxv, έχει οδηγήσει σε βαριές ήττες και φυσική εξόντωση της πρωτοπορίας.
Παρόλα αυτά, επαναλαμβάνουμε ότι αν οι προωθούμενες αλλαγές έχουν την ενεργητική στήριξη της πλειοψηφίας, τότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να κινητοποιήσουν τον στρατό σε αντιδραστική κατεύθυνση, και στην απίθανη περίπτωση που γίνει αυτό, απλά διευκολύνεται η κατάληψη ολόκληρης της εξουσίας.

5. Η οικονομική διαχείριση


Το κύριο ζήτημα που θα κρίνει προς τα που θα πάνε τα πράγματα είναι το μέτωπο της οικονομικής διαχείρισης και της αποτελεσματικότητας. Οι εργαζόμενοι, τα μεσαία στρώματα προσδοκάν να δούνε τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, κριτήριο της στάσης τους δεν είναι κατ' αρχήν, πχ το ποσοστό του κρατικοποιημένου τομέα, αλλά το αν και κατά πόσο αυτό βελτιώνει ή χειροτερεύει την κατάσταση.
Εδώ δεν έχουμε φυσικά ευγενή άμιλλα όπου κερδίζει ο καλλίτερος. Έχουμε όπως είπαμε, σκληρή ταξική πάλη, λυσσαλέα επίθεση από μέρους της αστικής τάξης, δυσπιστία από μεγάλη μερίδα μεσαίων στρωμάτων, ακόμα και δυσκολίες από κομμάτια της εργατικής τάξης που προτάσσουν τα στενά συντεχνιακά συμφέροντα τους. Στη Χιλή είχαμε απεργίες από εργατικά στρώματα, είτε αυθόρμητες είτε καθοδηγούμενες από αριστερίστικα στοιχεία που προεξοφλούσαν το ρεφορμιστικό χαρακτήρα της κυβέρνησης.
Εvα μήvα μετά τις εκλoγές η αvτιπoλίτευση συvέρχεται από τηv ήττα της και καθoδηγεί τηv απεργία στα μεταλλεία χαλκoύ "Ελ Τεvιέvτε”. Αv και συμμετέχει σε αυτήv μόvo τo 35% τoυ πρoσωπικoύ, η απεργία διαρκεί oκτώ βδoμάδες και η παραγωγή πέφτει κατά 70%" (Καλτσώνης 2012).
Ή μήπως στη χώρα μας περιμένει κανείς καλλίτερη αντιμετώπιση από τις δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τουλάχιστον με τη σημερινή τους πολιτική;
Στο μέτωπο της διαχείρισης περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η πλήρης αναδιοργάνωση και εκδημοκρατισμός του αναποτελεσματικού και ξεχαρβαλωμένου δημόσιου τομέα, η δυνατότητα ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των δημόσιων επιχειρήσεων σε σχέση με τις καπιταλιστικές, ο δημοκρατικός και αποτελεσματικός σχεδιασμός, η στήριξη εργατικών αυτοδιαχειριστικών πρωτοβουλιών, η αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η φοροδιαφυγή κτλ. Χρειάζεται η εργατική τάξη να αρθεί στο ύψος των στρατηγικών καθηκόντων της. Νέα συνειδητή εργασιακή πειθαρχία, παραγωγικότητα, πρωτοβουλίες κτλ, που δεν είναι δεδομένο ότι θα επιδειχθούν αν από τα σήμερα δεν προσανατολίζεται σε αυτά, αλλά περιορίζεται σε οικονομικά μόνο αιτήματα. Αυτό είναι μορφή εκδήλωσης της ηγεμονίας. Αν δεν επιδειχθεί, τότε το οικονομικό μέτωπο θα χαθεί και μαζί με αυτό το σύνολο τη διαδικασίας. Κάποιοι υποτιμούν εντελώς αυτό τον τομέα. Νομίζουν ότι απλά μια αναδιανομή θα κερδίσει τις εργαζόμενες μάζες και θα εξασφαλίσει την υποστήριξή τους. Η αναδιανομή είναι αναγκαία αλλά από μόνη της δεν αντιμετωπίζει το σύνολο των προβλημάτων της μεταβατικής περιόδου. Η αναδιανομή είναι ένα μόνο ζήτημα, και μάλιστα όχι το κύριο. Πρέπει και να παραχθεί πλούτος, αλλά με νέο τρόπο, με νέες παραγωγικές σχέσεις.
Πώς έλυσε αυτά τα ζητήματα η Χιλιανή επανάσταση; Με τα λόγια του Λ Κορβαλάν “...ήρθε στιγμή που απόκτησε αποφασιστική σημασία η ανάπτυξη της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας ... ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που πέρασαν στα χέρια του κράτους .... ωστόσο η περιφρονητική στάση απέναντι στα οικονομικά καθήκοντα και η απουσία πραγματικής καθοδήγησης της οικονομίας έκλινε τη ζυγαριά όχι προς το μέρος μας” (ΠΕΣ 1/1978).
Φυσικά μπορεί να υπάρξει και μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση:
“Τέλος, στov τομέα της αύξησης της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας τα αποτελέσματα τωv εκκλήσεων της κυβέρνησης ήταv βέβαια αξιόλογα αλλά όχι καθοριστικά. Σε συνθήκες καπιταλιστικής oικovoμίας και, κυρίως, αστικής εξουσίας, oι στόχoι αυτoί δεv μπoρoύv vα εκπληρωθούν με τov τρόπo και στo βαθμό πoυ γvώρισε η αvθρωπότητα μετά τις μεγάλες σoσιαλιστικές επαvαστάσεις τoυ 20oύ αιώvα (Καλτσώνης, 2012).
Αφήνουμε κατά μέρος το πώς “έλυσαν οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα το ζήτημα της παραγωγικότητας”. Σε αυτό που μας ενδιαφέρει: είναι εντυπωσιακό ότι αυτό ακριβώς που πρέπει να κάνει μια μεταβατική αριστερή κυβέρνηση, δηλαδή να πείσει με την οικονομική της αποτελεσματικότητα ευρύτερες μάζες για την ανάγκη του σοσιαλισμού, ο Καλτσώνης λέει ότι δεν γίνεται. Αν είναι έτσι, έχει δίκιο το ΚΚΕ που για τα πάντα θέτει προαπαιτούμενο τη λαϊκή εξουσία.
Παραμελώντας όμως το άμεσο στο όνομα του σοσιαλισμού, κλείνεις έτσι την πόρτα και στο άμεσο και στον σοσιαλισμό.

6. Μακρά και όχι σύντομη μεταβατική περίοδος


Η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου, με αφετηρία μια αριστερή κυβέρνηση που δεν θα έχει αρχικά όλη την εξουσία είναι μια μακριά μεταβατική περίοδος με δύο βασικούς στόχους. α) Την κατάληψη όλης της εξουσίας και β) την προσπάθεια να κατανοήσει ο λαός με τη δική του πείρα την ανάγκη για βαθύτερες ριζοσπαστικές αλλαγές στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.xvi Βασική προϋπόθεση: κάθε μεγάλο ζήτημα να μπαίνει στη λαϊκή ετυμηγορία για έγκριση. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του δημοκρατικού δρόμου, που δεν είναι κατ' ανάγκη ειρηνικός, ούτε ένας απλός κοινοβουλευτικός περίπατος. Αν σε κάποια φάση χαθεί η πλειοψηφία πρέπει να προβλέπεται και η δυνατότητα υποχώρησης. Η κυβερνητική εναλλαγή δεν είναι κατ' ανάγκη στρατηγική ήττα, μπορεί να είναι πιθανά ο καλλίτερος δρόμος για να πειστούν ταλαντευμένες μάζες για την ορθότητα του σοσιαλιστικού δρόμου, και να επανέλθεις με καλύτερους όρους. Στρατηγική ήττα θα ήταν μια εκτροπή και η φυσική εξόντωση της πρωτοπορίας, έργο που το έχουμε δει επανειλημμένα στην ιστορία.
Όλα θα κριθούν από την ολοκλήρωση της οικοδόμησης ενός συνασπισμού εξουσίας από τις εκμεταλλευόμενες μάζες, διαδικασία που στη χώρα μας έχει μεν αρχίσει, αλλά απέχει αρκετά ακόμα από το να είναι τελειωμένη. Επίσης από την κατάκτηση της ηγεμονίας από την τάξη των μισθωτών, που είναι ακόμα ζητούμενο. Και τέλος από την πολιτική ωριμότητα και θεωρητική προετοιμασία των πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς. Αυτά είναι κατά τη γνώμη μας και τα βασικά διδάγματα της Χιλιανής εμπειρίας.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Πουλαντζάς Ν., Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ.
  2. Καλτσώνης Δ., Η κυβέρνηση της Λαϊκής ενότητας στην Χιλή 1970-1973, Ηλεκτρονική έκδοση, Εργατικός αγώνας (2012).
  3. Αφιέρωμα εκτός γραμμής: φάκελος “Η αριστερά στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία;', http://ektosgrammis.gr/index.php.
  4. Κορβαλαν Λ., Ο μη ένοπλος δρόμος της επανάστασης - Πώς διαμορφώθηκε αυτός στη χώρα μας, ΠΕΣ 1/1978.
  5. Ινσούσα Χ., Διδάγματα από τα γεγονότα στη Χιλή, ΠΕΣ 5/1977.
  6. Ροντρίγκες Π., Το πρόβλημα υπεράσπισης της λαϊκής εξουσίας, ΠΕΣ 6/1977, επίσης άρθρα των Τέτελμποιμ, Ο. Μίλιας, Φάσο στο αφιέρωμα των ΠΕΣ 1977-1978.
  7. Μπελαντής Δ., Το εγχείρημα του “ειρηνικού” δρόμου, περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ τεύχος 105, 2008.
  8. Σωτήρης Π., Η πολιτική κρίση, η Αριστερά και η δυνατότητα ενός νέου ιστορικού μπλοκ, Εκτός Γραμμής, http://ektosgrammis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1784:2012-11-11-09-38-10&catid=161:-30-&Itemid=646
iΠχ περιοδικό “εκτός γραμμής”, φάκελος “η αριστερά στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία;' http://ektosgrammis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1767:2012-10-15-21-18-45&catid=161:-30-&Itemid=639, Δ. Καλτσώνης η κυβέρνηση της Λαϊκής ενότητας στην Χιλή 1970-1973, ηλεκτρονική έκδοση, Εργατικός αγώνας (2012).
iiΠροκαλεί εντύπωση που κάποιες σχετικές μελέτες δεν κάνουν καθόλου λόγο σε αυτήν. Πχ ο Μπελαντής στο σχετικό άρθρο του στις ΘΕΣΕΙΣ το 2008, σε σύνολο 38 σελίδων δεν λέει την παραμικρή κουβέντα (!)
iiiΓια τις οποίες, σωστά παρατηρεί το εισαγωγικό σημείωμα στο αφιέρωμα του περιοδικού εκτός γραμμής: “... από τη μεριά των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς ορίστηκε ως η αναγκαία επιβεβαίωση μιας στην πραγματικότητα ανεύρετης εξεγερσιακής στρατηγικής, που στην καλλίτερη περίπτωση έμεινε διακήρυξη και στη τραγικότερη οδήγησε σε μια αυτοκαταστροφική εμπλοκή με τις παραλλαγές του αντάρτικου.”
vΚατηγορούν στα σοβαρά την κυβέρνηση της λαϊκής Ενότητας ότι “επέτρεψαν στη Δεξιά να έχει εφημερίδες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς ...”
viΛ. Κορβαλάν: “... πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν κάνουμε λόγο για πλειοψηφία γενικά, αλλά για τη δραστήρια πλειοψηφία ... η πλειοψηφία γενικά, είναι πολλές φορές ανεπαρκής, ή μπορεί μερικές φορές αυτή προσωρινά να μην υπάρχει ... η έννοια του ευνοϊκού συσχετισμού είναι πιο πλούσια και σύνθετη ... περιλαμβάνει το μαχητικό πνεύμα, την οργανωτικότητα, την ομοιογένεια των αντιλήψεων ... και σαν ειδικό παράγοντα τον στρατιωτικό συντελεστή.” Προσέξτε τη λεπτομέρεια του “να μην υπάρχει” (οφειλόμενη προφανώς στη λενινιστική κληρονομιά). Στη δική μας αντίληψη η πλειοψηφία πρέπει πάντα να υπάρχει, όχι φυσικά για ηθικούς λόγους, αλλά σαν πολιτική προϋπόθεση επιβίωσης της αριστερής κυβέρνησης.
viiΟ οικονομισμός με τη μορφή του καταναλωτισμού, δηλαδή την υποταγή στην αστική ιδεολογία.
viiiΠ. Ροντρίγκες: “... να εξηγείται στις μάζες ότι σε τέτοιες στιγμές πρέπει να δεχτούν ορισμένες υλικές θυσίες στο όνομα της επανάστασης ...”
ixΟ Λ. Κορβαλάν κάνει αυτοκριτικά λόγο ακόμα και για πάλη ενάντια στα μεσαία στρώματα, που έδωσε ανάσα στην αστική τάξη και δυνατότητες να κτίσει συμμαχίες. (ΠΕΣ, 1/1978).
xΧ. ΙΝΣΟΥΝΣΑ “... οι ενέργειες των αριστεριστών προκάλεσαν αρχικά ανησυχία και μετά πανικό στα πλατιά ενδιάμεσα στρώματα ...” ΠΕΣ 5/1977.
xiΕξ άλλου με τη στρατιωτική τεχνολογία σήμερα είναι εκτός συζήτησης η ένοπλη σύγκρουση με το σύνολο του στρατού. Το ζήτημα είναι να εξασφαλιστούν οι πολιτικές προϋποθέσεις ώστε να καταστεί αδύνατη ή τουλάχιστον επιζήμια για την αντίδραση κάθε προσπάθεια εκτροπής.
xiiΟι Χιλιανοί πχ κάνουν λόγο για ειδικό συσχετισμό δυνάμεων στον στρατιωτικό τομέα, που δρα αποτρεπτικά. “ακόμα και όταν προκρίνεται ο ειρηνικός δρόμος ... η φροντίδα για έναν ευνοϊκό συσχετισμό στον στρατιωτικό τομέα είναι απαραίτητη για να εμποδιστεί η αντίδραση να αρχίσει ένοπλη πάλη.” (Χ. ΙΝΣΟΥΝΣΑ, ΠΕΣ 5/1977). Επίσης έχουν τη σημασία τους γεωστρατηγικοι παράγοντες και η διεθνής θέση της χώρας, πχ η συμμετοχή σε ολοκληρώσεις.
xiiiΠουλαντζάς, Το κράτος η εξουσία ο σοσιαλισμός.
xivΠολλές φορές η αντίδραση σε σπρώχνει σε αποφασιστική σύγκρουση σε μη ευνοϊκή στιγμή για να σε συντρίψει και να αποτρέψει το να επανέλθεις αργότερα. Αν δεχθείς την πρόκληση, το πιο πιθανό είναι η φυσική εξόντωση χιλιάδων αγωνιστών και η υποχώρηση του κινήματος για πολλά χρόνια. Μια σειρά δραματικά ιστορικά προηγούμενα, μαζί και στην χώρα μας το 1944-1949, το επιβεβαιώνουν.
xvΠ. Ροντρίγκες “...το επαναστατικό προλεταριάτο που άρχισε την επανάσταση είναι αδύνατο πια να σταματήσει...” ΠΕΣ 6/1977.
xviΤο κρίσιμο αυτό σημείο παραγνωρίζουν εντελώς κάποιες αναλύσεις (πχ Π. Σωτήρης) που θεωρούν προαπαιτούμενη την ύπαρξη μιας αριστερής και ιδεολογικά ώριμης πλειοψηφίας στο λαό, από παρθενογένεση. Έτσι εξηγείται και η κατάστρωση ενός μεταβατικού προγράμματος κατά βούληση, χωρίς υπολογισμό της πραγματικής λαϊκής συνειδητότητας, και ο χαρακτηρισμός ρεφορμιστικού οτιδήποτε λιγότερο “επαναστατικού”.

20/1/13




Γιάννη Δραγασάκη: ποια έξοδος; από ποια κρίση; με ποιες δυνάμεις;
εκδόσεις Ταξιδευτής.
Βιβλιοπαρουσίαση.

Το βιβλίο του Γ. Δραγασάκη έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή για τους εργαζόμενους της χώρας μας αλλά και την Αριστερά. Στην καρδιά ενός γενικευμένου κοινωνικού πολέμου, λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης, και σε στιγμές σχετικής ταξικής ισορροπίας, με την Αριστερά στην χώρα μας να διεκδικεί μετά από 60 περίπου χρόνια ξανά την εξουσία σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες και με εντελώς διαφορετική στρατηγική (δημοκρατικός δρόμος, αριστερή κυβέρνηση), το βιβλίο έρχεται να απαντήσει σε κρίσιμα ζητήματα θεωρίας και πολιτικής γύρω από το βασικό επίδικο που περιγράφει ο τίτλος του βιβλίου.
Αποτελείται από δυο μέρη. Το δεύτερο είναι μια συλλογή άρθρων του συγγραφέα που γράφτηκαν όλην την περίοδο πριν και κατά την διάρκεια της κρίσης, μέχρι σήμερα. Το πρώτο μέρος είναι μια πρωτότυπη και συμπυκνωμένη παρουσίαση των ιδεών που αναπτύσσονται στα άρθρα αλλά και μια προσπάθεια βαθύτερης και πιο ολοκληρωμένης πραγμάτευσης του θέματος. Στο σύντομο σημείωμα μας δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσουμε το σύνολο των ιδεών και θέσεων του συγγραφέα (που άλλωστε κάποιες φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, πράγμα καλό κατά την γνώμη μας), αλλά να παρουσιάσουμε ότι εμείς θεωρούμε πιο σημαντικό.


οι κρίσεις δεν υπάρχουν ως αυθύπαρκτα φαινόμενα. Οι βαθύτερες αιτίες τους έχουν τις ρίζες τους στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συστήματος...εκκολάπτονται και ωριμάζουν σε προηγούμενες φάσεις οικονομικής ανόδου, φάσεις έντονης κερδοφορίας και κερδοσκοπίας...δεν συνιστούν μόνο, κριτική του παρελθόντος αλλά και αίτημα για την υπέρβασή του...(η επόμενη μέρα) μπορεί να είναι μια νέα, πιο βάρβαρη ή πιο ήπια μορφή καπιταλισμού, αλλά μπορεί να είναι και μια νέα μορφή κοινωνίας...ο επίλογος δεν είναι γνωστός...είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών, ιδεολογικών και πολιτικών αγώνων...”
Μπορεί τα παραπάνω να μην είναι κάτι καινούργιο στα πλαίσια της Αριστεράς και του μαρξισμού αλλά δείχνουν τον οδηγητικό μίτο της σκέψης του συγγραφέα. Αναφέροντας τα και δίνοντας το στίγμα του βιβλίου, θα μας επιτραπεί στην συνέχεια να παρουσιάσουμε βασικά σημεία της ανάλυσης.

Ποια κρίση;

  1. Στην αρχή γίνεται μια αναλυτική περιγραφή για το πώς η κρίση προετοιμάστηκε από τον τύπο του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου που προηγήθηκε, δηλαδή από ενδογενείς παράγοντες. Πώς υποβοηθήθηκε από επιλογές τύπου Ολυμπιάδας 2004, που αρχικά κουκούλωσαν τα προβλήματα δίνοντας μια πρόσκαιρη ανάπτυξη, για να τα μεταθέσουν οξύτερα το αμέσως επόμενο διάστημα. Πώς, παρά την πραγματική βάση του προβλήματος, ξέσπασε σε ένα βαθμό τεχνητά, ώστε να αξιοποιηθεί σαν μοχλός νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στην Ελλάδα, στις χώρες του νότου και όλην την ΕΕ τελικά. Και τέλος τεκμηριώνεται με πολλά στοιχεία το ότι ανατροφοδοτείται από τα μνημόνια και τη συνταγή της λιτότητας που ανακυκλώνουν έναν φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης-ελλειμμάτων.
  2. Περιγράφονται τα χαρακτηριστικά του μοντέλου ανάπτυξης: αρχικά δασμοβίοτος και κρατικοδίαιτος καπιταλισμός με κραυγαλέες ανισότητες. Μετά έχουμε μια γενιά προβληματικών επιχειρήσεων που τα βάρη τους φορτώνεται το κράτος (κρίση του ιδιωτικού και όχι δημόσιου τομέα!). Παράλληλα γίνεται μια κάποια επέκταση του κοινωνικού κράτους χωρίς αντίστοιχη αύξηση των εσόδωνi, με δανεικά. Το χρέος από 20% το 1979 πάει στο 98% το 1993. Και τέλος έχουμε την πιστωτική και καταναλωτική υπερεπέκταση, με παράλληλη αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού, μια ανάπτυξη φούσκα στηριγμένη στα δανεικά, και σε εκτεταμένη παραοικονομία.
  3. Ανεξάρτητα από την προϊστορία της κρίσης και του λόγους που την εξέθρεψαν παρουσιάστηκε μια ευκαιρία. Το 1994-2007 είχαμε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, λόγω προσφοράς φτηνού δανεικού χρήματος (Ευρώ), ευρωπαϊκών πόρων, φτηνού εργατικού δυναμικού με την έκρηξη της μετανάστευσης, και επέκτασης στις αγορές των βαλκανικών κρατών. Παρ όλα αυτά δεν αντιμετωπίζονται τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ο δικομματισμός αρκείται στην φούσκα του χρηματιστηρίου και σε ευημερία στηριγμένη στην υπερχρέωση, “ευημερία πραγματική για τους λίγους, πλαστή εν πολλοίς για τους πολλούς, χτίζοντας κοινωνικές συμμαχίες στη βάση ενός δαπανηρού πελατειακού κράτους”. Η κρίση πια είναι προ των πυλών.
  4. Ενδιαφέρουσα είναι και η παρακάτω επισήμανση για την πολιτική που επικρατεί: “... η ανοχή στη φοροδιαφυγή και στην ήπια ανομία, αφ' ενός συγκαλύπτουν τη φοροδιαφυγή των μεγάλων...και αφ' ετέρου επέτρεπαν κοινωνικές συναινέσεις και ανοχές από ευρύτερα μεσαία και λαϊκά στρώματα στο πλαίσιο του δικομματισμού. Η ελεγχόμενη διάχυτη ανομία, φοροδιαφυγή και σπατάλη...είναι η κοινωνική βάση του δικομματισμού” (υπογράμμιση δική μας). Σε συνδυασμό με την εκτίμηση ότι “η εκλογική και πολιτική ήττα του δικομματισμού δεν συνιστά ήττα ή εγκατάλειψη αυτών των νοοτροπιών”, ο συγγραφέας φωτογραφίζει με καθαρό τρόπο τον σημερινό πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων και τους περιορισμούς μιας πιθανής αριστερής κυβέρνησης. Με απλά λόγια πχ μια φορολογική μεταρρύθμιση για πάταξης της φοροδιαφυγής, θα έχει σοβαρές αντιστάσεις ακόμα και στους ψηφοφόρους που θεωρητικά θα έχουν ψηφίσει ένα τέτοιο πρόγραμμα.

Ποια έξοδος; με ποιες δυνάμεις;

  1. Τα επίδικα της κοινωνικής σύγκρουσης είναι ποιος θα πληρώσει το κόστος της κρίσης, και τι σύστημα, τι εξουσία θα έρθει μετά. Η σημερινή κυρίαρχη πολιτική δεν αντιμετωπίζει το χρέος σαν πρόβλημα προς επίλυση αλλά σαν μοχλό νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Παρ όλο που έτσι αναγκάζεται προκειμένου να μη θίξει τα μεγάλα συμφέροντα να διαρρήξει τις κοινωνικές της συμμαχίες, προκαλώντας ραγδαία αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και τη δυνατότητα ριζοσπαστικών αλλαγών.
  2. Για την έξοδο από την κρίση σε προοδευτική κατεύθυνση, απαιτείται η δημιουργία ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού εξουσίας. Η σημασία του συλλογισμού έγκειται στο ότι κατανοεί το κτίσιμο του σαν μια πολύμορφη διαδικασία που περιλαμβάνει την λαϊκή αυτενέργεια, τον κοινωνικό πειραματισμό στον τομέα της παραγωγής και διανομής, την προγραμματική ωρίμανση της κοινωνίας. Δεν είναι μια αυστηρά πολιτική διαδικασία., κυρίως όχι διαδικασία κορυφών. Περιλαμβάνει υγιείς δυνάμεις που εγκαταλείπουν τον δικομματισμό όχι μόνο εκλογικά αλλά και στην νοοτροπία.
  3. Για όσους από μας έχουν ξεμπερδέψει με την θεωρία του σοσιαλισμού σε μια χώρα όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη, αποκτά ιδιαίτερη σημασία το πρόβλημα του συνδυασμού των ριζοσπαστικών αλλαγών στην Ελλάδα με παράλληλες διαδικασίες στην Ευρώπη. Φυσικά πρέπει να προετοιμαζόμαστε και να έχουμε σχέδιο για να ζήσουμε εκτός ΕΕ. Είτε στην περίπτωση που η Γερμανία ή κάποιος άλλος αποφασίσει να την διαλύσει, ή στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγήσουν σε κάποιο αποδεκτό συμβιβασμό. Αυτό όμως δεν αποτελεί επιθυμία, αλλά αναγκαστικό δρόμο, και ο λαός μας θα πρέπει σε μια τέτοια περίπτωση να προετοιμάζεται για δυσκολίες και θυσίες. Δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή δική μας, όπως κάποιοι κύκλοι στην Αριστερά νομίζουν. Ακόμα και σήμερα που στην ημερήσια διάταξη δεν είναι ο σοσιαλισμός, αλλά ένα μεταβατικό πρόγραμμα ανακούφισης του λαού, κατάργησης του μνημονίου και αντιμετώπισης του χρέους, με παράλληλη αλλαγή πορείας στο παραγωγικό-καταναλωτικό πρότυπο και το πολιτικό σύστημα, η προβληματική της διαλεκτικής εθνικού-διεθνικού παραμένει. Αν η υλοποίηση αυτού του προγράμματος θα οδηγήσει στον σοσιαλισμό ή όχι θα εξαρτηθεί από τους κοινωνικούς αγώνες, από την ταξική και πολιτική πάλη. Πάντως σε κάθε φάση συνυπάρχουν οι διεθνείς περιορισμοί. Ακόμα και η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης του μνημονίου και του χρέους προϋποθέτει έναν αποδεκτό συμβιβασμό με τους δανειστές όπως είναι σήμερα. Βαθύτερες αλλαγές πρέπει να συμβαδίζουν με αλλαγές στον συσχετισμό δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη. Αλλιώς βάζουμε από την πίσω πόρτα την θεωρία του “σοσιαλισμού σε μια χώρα” και μάλιστα σήμερα, την εποχή της έντονης διεθνοποίησης και των ολοκληρώσεων. Τα προβλήματα αυτά ρητά μεν θίγονται μόνο μια φορά στο βιβλίο και φευγαλέα, αλλά κατά την γνώμη μας, όλη η λογική του συγγραφέα υλοποιεί αυτή την βασική θεωρητική κατεύθυνση. Από την ανάλυση στο δίλημμα 'Ευρώ ή δραχμή', την τακτική των διαπραγματεύσεων, το πρόγραμμα εξόδου κτλ.
  4. Η προοπτική του αστικού μπλοκ είναι “στην καλλίτερη περίπτωση μια νέα κερδοσκοπική φούσκα στο έδαφος μιας κοινωνικής καταστροφής” (διάλυση κοινωνικού κράτους, μισθοί και δικαιώματα προπερασμένου αιώνα). Η προοπτική που προτείνει η Αριστερά είναι ένα νέο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο, με μια νέα εξουσία σε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο βαθιού εκδημοκρατισμού. Σε αυτά τα πλαίσια ο λαός θα είναι διατεθειμένος να αναλάβει νέου τύπου βάρη και ευθύνες, όπως η σκληρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η αλλαγή του κυρίαρχου υποδείγματος πολιτικής με τις νοοτροπίες που το στηρίζουν, και ο αγώνας για την εφαρμογή ενός προγράμματος μετάβασης σε μια νέα εποχή. Εδώ πρέπει να πούμε ότι ίσως πιο αποφασιστικά πρέπει να διαλυθούν αυταπάτες επιστροφής σε μια εύκολη εποχή υπερκαταναλωτισμού, της ήσσονος προσπάθειας, του ρουσφετιού και του βολέματος των δικών μας κτλ.
  5. Για το χρέος προκρίνει την επαναδιαπραγμάτευση και διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους, (λύση τύπου Γερμανίας το 1953) με ρήτρα ανάπτυξης, μέτρα παραγωγικής ανασυγκρότησης με κριτήριο τη απασχόληση και οικολογικές παραμέτρους (γενικά η οικολογική διάσταση είναι παρούσα σε όλο το βιβλίο), έχοντας επίγνωση ότι μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να χτίσει το μέτωπο αθροίζοντας δυσαρέσκειες, αλλά απαιτείται ολοκληρωμένο πρόγραμμα και σχέδιο πχ η απαραίτητη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής των μεσαίων στρωμάτων “πώς θα συνδυαστεί με μέτρα για την επιβίωση τους και την ένταξη τους στον παραγωγικό ιστό”. Παραθέτει μια σειρά σκέψεις για τις πιθανές πηγές πόρων. Κάνει λόγο για έναν νέου τύπου προστατευτισμό της ελληνικής παραγωγής όχι στηριγμένο στους δασμούς, ώστε να μην παράγει ένα μη-ανταγωνιστικό μοντέλο. Αναζητά τρόπους αξιοποίησης της λαϊκή εφευρετικότητας για νέες μορφές παραγωγής και διανομής από σήμερα, που πρέπει να στηριχτούν από μια αριστερή κυβέρνηση για να μην μαραζώσουν και πνιγούν από την αγορά. Όπως λέει χαρακτηριστικά χρειαζόμαστε μια νέα πολιτική οικονομία της μετάβασης.
  6. Ποιο συγκεκριμένα μπορεί να είναι το νέο παραγωγικό μοντέλο; Φυσικά δεν γίνεται λόγος άμεσα για τον σοσιαλισμό. Πρόκειται για ένα μεταβατικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στον σοσιαλισμό ανάλογα με τους λαϊκούς αγώνες και τις διεθνείς εξελίξεις. Το μοντέλο αυτό δεν περιγράφεται στις λεπτομέρειες του, γιατί αυτές θα καθοριστούν από όλη την κοινωνία. Βασικές του κατευθύνσεις είναι : θα στηρίζεται στην αναδιανομή και όχι στον δανεισμό. Θα έχει κριτήριο τις ανάγκες και όχι την κερδοσκοπία. Θα στηρίζεται στην λαϊκή αυτενέργεια και πειραματισμό που θα ενισχύεται από το κράτος (εξασφάλιση πόρων, τεχνογνωσίας, αγορών, κτλ) και όχι αποκλειστικά στο κεφάλαιο. Θα περιλαμβάνει έναν εκσυγχρονισμένο και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα σε στρατηγικούς τομείς όπου δεν χωρά το κριτήριο του κέρδους. Το βάρος εδώ πέφτει στην αποτελεσματικότητα, στην διαφάνεια, στην αυστηρή τιμωρία της διαφθοράς. Θα στηρίζεται στην καινοτομία και όχι στις αντιπαραγωγικές επιδοτήσεις. Θα στηρίζεται από έναν δημοκρατικό προγραμματισμό που θα απαντά στο τι και πώς θα παράγουμε. Δεν μπορούμε φυσικά να τα παράγουμε όλα σε εποχή διεθνοποίησης, αλλά δεν μπορούμε να μην παράγουμε και τίποτα, βασισμένοι μόνο στην μονοκαλλιέργεια του τουρισμούii. Βασικά κριτήρια θα είναι η αντιμετώπιση της ανεργίας, ή κάλυψη των λαϊκών αναγκών, η οικολογική διάσταση και όχι η καπιταλιστική κερδοφορία.
  7. Η μεγάλη κρίση του 1929 γέννησε το new deal στις ΕΠΑ αλλά και τον φασισμό και τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα στην χώρα μας σηκώνει κεφάλι ο φασισμός αλλά παρουσιάζονται πάλι οι δυνατότητες για μια νέα κοινωνία. Ο συγγραφέας διστάζει να χρησιμοποιήσει τον όρο σοσιαλισμό μετά την τριπλή κακοποίηση του όρου (από τον υπαρκτό, την σοσιαλδημοκρατία, τον αυταρχικό τριτοκοσμικό σοσιαλισμό). Με τα δικά του λόγια: “χρησιμοποιώ τον όρο νέα κοινωνία και όχι σοσιαλιστική...διότι αυτή θα προκύψει από την κριτική και υπέρβαση όχι μόνο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού αλλά και των στρεβλώσεων της ιδέας και του περιεχομένου του σοσιαλισμού. Το ζήτημα του σοσιαλισμού τίθεται ξανά ως ένα αίτημα προς επανακαθορισμό του περιεχομένου και της στρατηγικής προς αυτόν, σε κριτική σχέση τόσο με τις εμπειρίες του υπαρκτού σοσιαλισμού, όσο και με κείνες της προσαρμοσμένης στα νεοφιλελεύθερα δόγματα σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και διαφόρων μορφών αυταρχικού τριτοκοσμικού σοσιαλισμού. Θα είναι ένας νέος σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία ή δεν θα είναι σοσιαλισμός”.

Αυτά σε γενικές γραμμές με το πρώτο μέρος του βιβλίου. Το δεύτερο περιλαμβάνει όπως είπαμε άρθρα του συγγραφέα που αποδεικνύουν την διαχρονική υποστήριξη από μέρους του θέσεων που σήμερα φαίνονται αυτονόητες, και φωτίζουν πλευρές και λεπτομέρειες με βάση την πολιτική επικαιρότητα. Πολλά είναι ενδιαφέροντα, στην παρουσίαση αυτή θα ξεχωρίσω τέσσερα που μου φαίνονται πιο σημαντικά.

  1. Στην παρέμβαση σε ημερίδα του ΣΥΝ (Μάης 2011) με θέμα “κρίση, μνημόνιο, περιβάλλον” εισάγει μια σειρά σημαντικά ζητήματα. Κάνει λόγο για την ανάγκη “διεύρυνσης της μαρξιστικής κριτικής στον καπιταλισμό, ώστε αυτή να περιλαμβάνει κριτική στον παραγωγισμό και την αναπτυξιολογία, δηλαδή στην παραγωγή και την ανάπτυξη σαν αυταξία, ανεξάρτητα από τα φυσικά όρια και το κοινωνικό περιεχόμενο τους”. Εισάγει τον όρο του “οικολογικού χρέους”, με την έννοια ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της σημερινής μας δραστηριότητας δεν είναι πάντα ορατές άμεσα αλλά στο μέλλον, έτσι ώστε αν δεν λάβουμε σήμερα τα αναγκαία μέτρα αποτροπής ανεπίστρεπτων καταστροφών είναι σαν να συσσωρεύεται ένα αφανές οικολογικό χρέος. Επιστρέφει στον Μαρξ (κριτική του προγράμματος της Γκόττα) για να επισημάνει την ανάγκη η κοινωνία να σωρεύει απόθεμα για ασφάλεια, για την διασφάλιση της ύπαρξης και της αναπαραγωγής της, και όχι χρέη όπως γίνεται σήμερα. Επισημαίνει τον κίνδυνο να δούμε στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης έναν νέο επιδοτούμενο κρατικοδίαιτο καπιταλισμό. Και κλείνει την παρέμβαση του παραφράζοντας την γνωστή φράση του Πουλαντζά λέγοντας ότι “η Αριστερά της εποχής μας είτε θα είναι επί της ουσίας οικολογική, ή δεν θα είναι Αριστερά”.
  2. Σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία (20/5/2010) ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις για την αντιμετώπιση της κρίσης σε διαφορετικό δρόμο από τον ακολουθούμενο αναφέρει ότι η ανάπτυξη αντί με δανεισμό μπορεί να γίνει με αναδιανομή και με νέου τύπου διαρθρωτικές πολιτικές για μια κοινωνία αλληλεγγύης και μια οικονομία των αναγκών. Ότι “είναι καιρός να σκεφτούμε πολιτικές ικανοποίησης των αναγκών μέσω της διεύρυνσης των συλλογικών αγαθών αντί της θεοποίησης του καταναλωτισμού, του ιδιωτικού και της κοινωνικής σπατάλης. Είναι η κατάλληλη στιγμή για να σκεφτούμε τις ανάγκες μας συλλογικές και ατομικές...”. Αυτά κατά την γνώμη μας αφοράν και στην Αριστερά, και στα συνδικάτα και στους εργαζόμενους. Παρά τον κίνδυνο να εμφανιστούν σαν μια αριστερή παραλλαγή της λιτότητας, πρέπει θαρραλέα μέσα στην κρίση και με αφορμή την κρίση να ξαναδούμε τι είναι είναι ουσιαστικό και τι όχι. iii Έτσι ή αλλιώς οι μισθωτοί στην πλειοψηφία τους ζούνε λιτά. Άρα γιατί να μην υιοθετήσουν την ιδέα της λιτότητας και να απαιτήσουν να επεκταθεί στην αστική τάξη και στα πλούσια μεσαία στρώματα; Από την άλλη γιατί να θέλουμε επιπλέον εισόδημα πχ για φροντιστήρια αντί να διεκδικήσουμε ένα σωστό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα; το ίδιο για την υγεία, τη στέγαση, τις συγκοινωνίες κτλ Πόσο αριστερό είναι το αίτημα πχ για φτηνή βενζίνη αντί για αξιόπιστα, φτηνά και σύγχρονα μέσα μαζικής μεταφοράς; τέλος κάνει λόγο για αναδιανομή όχι με βάση μόνο το εισόδημαiv αλλά και την περιουσία v.
  3. σε ομιλία στην ημερίδα του ΣΥΝ με θέμα τις ιδιωτικοποιήσεις (Μάης 2011), αφού αναφέρει ότι η κρίση που ζούμε προήλθε από τις ιδιωτικές και όχι τις δημόσιες επιχειρήσεις, ξεκαθαρίζει ότι ο σημερινός δημόσιος τομέας είναι ένα δημόσιο στο έδαφος του καπιταλισμού, δεν είναι το δημόσιο της αριστεράς. Φυσικά εύκολο να το λες αλλά δύσκολο να το καταλάβει ο κόσμος όταν η πολιτική σου δεν τον βοηθάει, μιας και κυριαρχεί το “όχι στις ιδιωτικοποιήσεις” κι όχι το “εκσυγχρονισμός και εξυγίανση, ενός διεφθαρμένου, διαπλεκόμενου, και αναποτελεσματικού δημόσιου κατ όνομα τομέα”. Αναφέρει ότι η πολιτική αντιπαράθεση αφορά το πρότυπο με το οποίο θα λειτουργήσει η κοινωνία, άρα έχει σημασία. Όμως εδώ ο αντίπαλος έχει την ηγεμονία αφού το δημόσιο στην χώρα μας σαν αποτέλεσμα χρόνιας κακοποίησης και ασέλγειας από μέρους του δικομματισμού ταυτίζεται με ότι πιο αναποτελεσματικό και σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένο. Εδώ ίσως η ανάλυση που γίνεται υποτιμά το πρόβλημα. Αν και αναφέρεται ότι το ζήτημα δεν είναι κύρια το πόσο κράτος αλλά το ποιο και για ποιόν κράτος, το βάρος δεν πέφτει εδώ.
  4. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση που γίνεται στην ομιλία στην ημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα τράπεζες και κοινωνία (Απρίλης 2012). Αναφέρει ότι “οι τράπεζες ασκούν κατά βάση μια κοινωνική λειτουργία κατά παραχώρηση της κοινωνίας”, άρα δεν δικαιολογείται και η λειτουργία τους με κριτήριο την κερδοσκοπία των ιδιοκτητών τους. Θεωρεί ότι είναι τυπικά ιδιωτικές, μόνο όσον αφορά την διανομή των κερδών τους, εφ' όσον τα κεφάλαιο τους τα αντλούν από την κοινωνία και το ρίσκο τους είναι εγγυημένο από το κράτος, από τους φόρους των πολιτών. Σε μια ιστορική αναδρομή περιγράφει τρεις θεμελιακές αλλαγές. Η πρώτη είναι η μετατροπή τους σε αφεντικά της βιομηχανίας, διαδικασία που ξεκινά από τις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά που κυριαρχεί την δεκαετία του '60. Η δεύτερη είναι ο διαχωρισμός της λειτουργίας της ιδιοκτησίας από την λειτουργία της διεύθυνσης. Ονομάζει τον σημερινό καπιταλισμό χρηματιστηριακό, τραπεζοκεντρικό καπιταλισμό. Η τρίτη είναι το πέρασμα από ένα καθεστώς αυστηρής εποπτείας και επιτήρησης -κυρίως μετά την κρίση του 1929- σε ένα καθεστώς απορρύθμισης και πλήρους ασυδοσίας. Ειδικά για την Ελλάδα το αμέσως προηγούμενο διάστημα οι τράπεζες πραγματοποιούν υπερκέρδη, που διανέμονται σε μετόχους και μεγαλοστελέχη, στηριγμένες στην μεγάλη διαφορά επιτοκίου δανείων και καταθέσεων (3,5% έναντι 1,3% στην Ευρωζώνη), στη φούσκα του χρηματιστηρίου, και σε μια στροφή σε καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια αντί για επιχειρηματικά. Και θεωρεί σκάνδαλο την ανακεφαλαίωση τους χωρίς τον έλεγχο του δημοσίου, σε υλοποίηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος κοινωνικοποίηση των ζημιών, ιδιωτικοποίηση των κερδών. Δεν θεωρεί ότι αρκεί η κρατικοποίηση. Ψάχνει μορφές ελέγχου και από εμπλεκόμενους φορείς, όπως οι καταθέτες, οι εργαζόμενοι στις τράπεζες, αρκεί προσθέτει να μην πάρει μορφή συντεχνιασμού (κάτι που δεν είναι εύκολο προσθέτουμε εμείς, και θέλει φυσικά μελέτη). Και φυσικά επαναφέρει την γνωστή -και αμφιλεγόμενη!- πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για ρύθμιση των χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Λέγω αμφιλεγόμενη γιατί αφ' ενός μεταφέρει στο κοινωνικό σύνολο και στον φορολογούμενο χρέη που εν πολλοίς δεν ήταν δικαιολογημένα και αφ ετέρου επιβραβεύει τον καταναλωτισμό με δανεικά.

Η αξία του βιβλίου έγκειται στο ότι σε μια κατάσταση, όπου κάποιοι απλά προσμένουν την επιστροφή στο 2008 σε ότι αφορά την κατανάλωση και την παραγωγή, και άλλοι ευαγγελίζονται σοσιαλισμό σε μια χώρα, φαντασιώνοντας μια επαναστατική λαϊκή πλειοψηφία που την συγκρατεί δήθεν ο ρεφορμιστικός ΣΥΡΙΖΑ, ο Γ. Δραγασάκης βάζει για συζήτηση τις αναγκαίες ριζοσπαστικές αλλαγές στο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο. Ριζοσπαστικές αλλαγές που όμως να σέβονται και τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων, (χωρίς να υποτάσσονται σε αυτόν, μιας και είναι δυναμικός παράγοντας σε εξέλιξη που με την σειρά του διαμορφώνεται από τις προγραμματικές επεξεργασίες), αλλά και τους διεθνείς περιορισμούς αυτής της διαδικασίας. Κάνει μια προσπάθεια θεμελίωσης της δικής μας πολιτικής οικονομία της μετάβασης. Όπως γράφει, δεν φιλοδοξεί να προσφέρει τελειωτικές λύσεις αλλά το άνοιγμα ενός διαλόγου. Οι τελικές λύσεις θα διερευνηθούν και θα διευρυνθούν από τον κοινωνικό πειραματισμό και την λαϊκή πρωτοβουλία, με την στήριξη φυσικά των οργανώσεων της Αριστεράς.

Κέρκυρα, Γενάρης 2013.

iΗ επισήμανση έχει την σημασία της, γιατί είναι ισχυρή η αντίληψη ότι για το έλλειμμα φταίει ο Αντρέας Παπανδρέου, δηλαδή ο “σοσιαλισμός”, το κοινωνικό κράτος κτλ. Αυτό που πραγματικά φταίει είναι η πολιτική του κοινωνικού κράτους με δανεικά, χωρίς αναδιανομή, χωρίς σύγκρουση με την πλουτοκρατία.
iiΣε πρόσφατες επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ προτείνεται η επικέντρωση σε 5 παραγωγικούς κλάδους-συμπλέγματα: Το αγροτοδιατροφικό, το τουριστικό, το ενεργειακό, το σύμπλεγμα βιομηχανίας-περιβαλλοντικών τεχνολογιών και έρευνας, καθώς επίσης και το κατασκευαστικό σύμπλεγμα. (ομιλία Τσίπρα στην ΔΕΘ,2012)
iiiΑξία της Αριστεράς είναι η ανάπτυξη της προσωπικότητας των εργαζομένων, η διεκδίκηση δημιουργικής εργασίας, η προώθηση τους στην διοίκηση της κοινωνίας και των επιχειρήσεων, και όχι πρώτα απ όλα αιτήματα αυξήσεων για να συσσωρεύουν υλικά αγαθά. Το αναγκαίο ψηλό βιωτικό επίπεδο και η αναδιανομή είναι μια προϋπόθεση μόνο για τα προηγούμενα και όχι αυτοσκοπός. Φυσικά καταλαβαίνει κάνεις τα συνδικάτα να είναι μονόπλευρα προσανατολισμένα στο βιοτικό επίπεδο, αλλά προκαλεί εντύπωση να έχει τον ίδιο οικονομίστικο προσανατολισμό και τμήμα της Αριστεράς, και μάλιστα με την αυταπάτη όχι είναι “επαναστατικό”.
ivΚατά την γνώμη μας, τουλάχιστον στην αρχική φάση, και το εισόδημα δεν μπορεί να φορολογείται μόνο με το τι δηλώνεται, αλλά κυρίως με ένα σύστημα ορθολογικών και δίκαιων τεκμηρίων διαβίωσης αλλιώς θα συνεχιστεί το καθεστώς υπερφορολόγησης των μισθωτών και φοροδιαφυγής των μεσαίων στρωμάτων. Στην ίδια λογική δεν είναι ρεαλιστικός ο περιορισμός των έμμεσων υπέρ των άμεσων φόρων. Αρκεί η οι έμμεσοι φόροι να μην είναι οριζόντιοι αλλά στοχευμένοι, δηλαδή σε είδη πολυτελείας, εισαγωγής κτλ.
vαλήθεια, πότε η Αριστερά θα μιλήσει για σημαντική αύξηση του φόρου κληρονομιάς; προοδευτικά φυσικά, με εξαίρεση πχ ενός λογικού σπιτιού για διαμονή. Δεν μπορεί ο αμύθητος πλούτος που συσσωρεύει η αστική τάξη να κληροδοτείται ολόκληρος στους γόνους της, και να μην μένει ένα σημαντικό μέρος στην κοινωνία.