26/10/16

η Οκτωβριανή επανάσταση και ο ΣΥΡΙΖΑ


Με αφορμή την επέτειο της Οκτωβριανής επανάστασης (25 Οκτωβρίου 1917), θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε κάποια σημαντικά διδάγματα που έχουν μια επίκαιρη πολιτική σημασία.
Αρχικά να πούμε ότι ολόκληρη η περίοδος και ιδιαίτερα η πρώτη φάση της, ήταν περίοδος οξύτατης πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης, είτε αυτή εκφραζότανε στην πάλη των μπολσεβίκων με τα άλλα κόμματα, όσο αυτά υπήρχαν, είτε μέσα στα πλαίσια του ΚΚΣΕ με διάφορες εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις. Ακόμα παραπέρα, και η πλειοψηφία της ηγεσίας όχι μόνο δεν είχε ενιαία άποψη αλλά συνέχεια βρίσκονταν σε οξύτατες αντιπαραθέσεις. Μιλάμε κύρια για την πρώτη περίοδο, ζώντος του Λένιν, που παρά το αδιαμφισβήτητο κύρος του όχι μόνο δεν κατόρθωνε πάντα να επιβάλλει την άποψη του αλλά σε πολλά κρίσιμα ζητήματα ήταν στην μειοψηφία.

1. η συνθήκη του Μπρετ-Λιτόφσκ
Ο κόκκινος στρατός είναι στριμωγμένος, ο Λένιν εκτιμά ότι οι αγρότες δεν έχουν διάθεση να πολεμήσουν, και είναι κρίσιμο το ζήτημα να κλείσει η συνθήκη ειρήνης με τους Γερμανούς, ώστε να διατηρηθεί η σοβιετική εξουσία. Οι όροι όμως είναι δυσβάσταχτοι, τεράστιες παραχωρήσεις εδαφών κτλ. Το σύμμαχο κόμμα των αριστερών εσέρων που συγκυβερνά μιλά για προδοσία. Η πλειοψηφία των μπολσεβίκων μιλάει για απαράδεκτη υποχώρηση και κάποιοι μάλιστα (Μπουχάριν, Τρότσκι), ονειρεύονται -παρά τους φανερά δυσμενείς συσχετισμούς- εξαγωγή της επανάστασης, και επαναστατικούς πολέμους. Αντί να μετρήσουν τους συσχετισμούς δύναμης και να αποδεχτούν την επώδυνη και ετεροβαρή συμφωνία προκειμένου να κρατήσουν την σοβιετική εξουσία, φλυαρούν για τους δύσκολους όρους και τα ζητήματα αρχής.
Σε δυο διαδοχικές ψηφοφορίες -Δεκέμβρη και Γενάρη- ο Λένιν βρίσκεται στην μειοψηφία. Ο κόκκινος στρατός υποχωρεί ακόμα περισσότερο, οι όροι των Γερμανών γίνονται ακόμα δυσμενέστεροι, και μόνο τότε, στην τρίτη ψηφοφορία τον Μάρτη, ο Λένιν εξασφαλίζει μια οριακή πλειοψηφία (αλλάζει θέση ο Τρότσκι) και υπογράφεται η συνθήκη. Οι πολιτικές επιπτώσεις είναι σημαντικές: οι εσέροι αποχωρούν από την κυβέρνηση, ολόκληρες οργανώσεις διαφωνούν ανοικτά. Η επιτροπή Μόσχας δηλώνει ότι δεν αναγνωρίζει την Κεντρική Επιτροπή μέχρι το συνέδριο, η επιτροπή Πετρούπολης εκδίδει εφημερίδα, και προετοιμάζεται για διάσπαση του ΚΚΣΕ.
Ο Λένιν συνειδητοποιεί ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούν να κατανοήσουν την ανάγκη συμβιβασμών στην βάση της εκτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων. Αργότερα γενικεύει κάποια συμπεράσματα στο βασικό πολιτικό του έργο “αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού".

2. η διεύθυνση των εργοστασίων.

Λίγο μετά την κατάληψη της εξουσίας τα εργοστάσια εθνικοποιούνται μαζικά κι η διεύθυνση-διαχείριση τους περνάει σε εργατικές επιτροπές. Το αποτέλεσμα είναι η απότομη πτώση της παραγωγικότητας και το ξεχαρβάλωμα της παραγωγής με οικονομικό αποτέλεσμα σοβαρές ελλείψεις και πολιτικό αποτέλεσμα την δυσαρέσκεια των αγροτών και την διάσπαση της εργατο-αγροτικής συμμαχίας. Ο Λένιν πρώτος το αντιλαμβάνεται και κάνει στροφή 180 μοιρών: μιλά για πρόσληψη αστών ειδικών, ακόμα και των παλιών ιδιοκτητών σαν διευθυντών, για μονοπρόσωπη και όχι συλλογική διεύθυνση, για διαφοροποίηση μισθών και ψηλούς μισθούς στα στελέχη, και εισαγωγή του τεϋλορισμού σαν μεθόδου οργάνωσης της παραγωγής. Η “αριστερή” αντιπολίτευση ξεσηκώνεται. Τον κατηγορεί για δεξιά στροφή, για εγκατάλειψη του προγράμματος των μπολσεβίκων. Μοναδικό της επιχείρημα το πρόγραμμα και οι «αρχές». Δημαγωγεί, υποδαυλίζει τον εργατικό συντεχνιασμό, ξεσπάνε εργατικές απεργίες, Αν το κόμμα την ακολουθούσε δεν θα μπορούσε να παίξει τον ηγεμονικό του ρόλο, να διατηρήσει την συμμαχία με τους αγρότες και η σοβιετική εξουσία θα κατέρρεε.
Η υποδαύλιση των συντεχνιακών συμφερόντων σε βάρος των γενικών πολιτικών, που συνήθως συνεπάγονται και υλικές θυσίες, αποτρέπουν την εργατική τάξη από το να παίξει τον ηγεμονικό της ρόλο και είναι χαρακτηριστικό οικονομίστικης, καθυστερημένης συνείδησης, παρόλο που οι αριστεριστές θεωρούν ότι αυτό είναι η επιτομή της αριστεροσύνης.

3. η νέα οικονομική πολιτική.

Μετά από μια περίοδο αυταπατών ότι μπορεί να προχωρήσουν γρήγορα στον κομμουνισμό (έστω και “πολεμικό” λόγω του εμφυλίου), και αφού συνειδητοποίησαν ότι η παγκόσμια επανάσταση προσωρινά τουλάχιστον ηττήθηκε (Γερμανία, Ουγγαρία, Αυστρία), οι μπολσεβίκοι αντιμετωπίζουν ένα ζήτημα βασικού προσανατολισμού: με την οικονομία κατεστραμμένη, τα εργοστάσια μισό-διαλυμένα, η πείνα είναι προ των πυλών. Ο Λένιν γρήγορα καταλαβαίνει ότι πρέπει να αναζωογονηθεί η αγορά και ο μικρο-καπιταλισμός (αγροτική παραγωγή με βάση το ιδιωτικό κέρδος), κόντρα στις αρχές και τις αρχικές αυταπάτες. Η “αριστερή” αντιπολίτευση πάλι διαφωνεί, κατηγορεί για προδοσία, δεξιά στροφή, απομάκρυνση από το πρόγραμμα και τις προεπαναστατικές θέσεις του κόμματος. Ο Λένιν όμως επιμένει και η πλειοψηφία των μπολσεβίκων υιοθετεί μια προσωρινή στροφή στον καπιταλισμό: η εργατική διαχείριση εγκαταλείπεται, έχουμε αστούς ειδικούς, αναθέσεις σε ξένους καπιταλιστές να επενδύσουν (οι λεγόμενες εκχωρήσεις), ενίσχυση του κρατικού καπιταλισμού, αντικατάσταση των παρακρατήσεων των πλεονασμάτων των αγροτών με φορολόγηση τους σε είδος. Πρόκειται για άρρητη αναγνώριση της σχετικής ανωριμότητας εφαρμογής του σοσιαλισμού και της ανάγκης να στραφούν σε ένα ελεγχόμενο καπιταλισμό. Αυτό φυσικά αναζωογονεί μεν την παραγωγή, απομακρύνει τον κίνδυνο της πείνας, αλλά έχει και δυσμενείς ταξικές επιπτώσεις: ανισότητα, πλούτο στους πλουσιοχωρικούς και την δημιουργία μιας καινούργιας ιδιωτικής αστικής τάξης, Σημασία στην πολιτική όμως έχει να βλέπεις το σύνολο, να ζυγίζεις τα συν και τα πλην, και να αποφασίζεις.

4. κυβέρνηση συνασπισμού.
Πολλοί ίσως νομίζουν ότι οι μπολσεβίκοι κυβερνούσαν μόνοι τους με μια «καθαρή» επαναστατική κυβέρνηση. Οι μπολσεβίκοι αρχικά κυβέρνησαν με τους αριστερούς εσέρους, για μεγάλα διαστήματα αξιοποιούσαν στελέχη των μενσεβίκων ακόμα και αστούς ειδικούς.
Οι παρεξηγήσεις αυτές υποχρέωσαν τον Λένιν να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του για τον «αριστερισμό», στην ανάγκη συνεργασιών ακόμα και με προσωρινούς, ταλαντευόμενους συμμάχους. Στην ιστορία του αριστερού κινήματος αυτά θα έπρεπε πια να είναι κοινός τόπος.

5. Σοσιαλισμός σε μια χώρα;

Οι μπολσεβίκοι δεν θεωρούσαν ότι θα οικοδομήσουν κομμουνισμό σε μια χώρα, και μάλιστα αγροτική. Η βασική ιδέα ήταν να κρατηθούνε μέχρι να έρθουν και οι άλλοι (κυρίως οι Γερμανοί). Συνειδητοποιώντας ότι μείνανε μόνοι αναγκάζονται να “εφεύρουν” την θεωρία του σοσιαλισμού σε μια χώρα. Και είναι αξιοθαύμαστο πως κρατήθηκαν τόσα χρόνια, πώς είχαν μια σειρά επιτεύγματα, πώς κατάφεραν να αντέξουν στην τεράστια πίεση της χιτλερικής πολεμικής μηχανής. Παρ όλα αυτά, οι τελικές εξελίξεις με την κατάρρευση έδειξαν ότι ο σοσιαλισμός είναι, αν όχι παγκόσμια, τουλάχιστον υπόθεση ομάδας αναπτυγμένων χωρών. Σήμερα το ελάχιστον πεδίο αλλαγών σε ότι μας αφορά, μπορεί να είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Για αυτό η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση -παρά τον αντιδραστικό χαρακτήρα της σημερινής πολιτικής της- είναι ζήτημα στρατηγικό.

6. Οι δύο Λένιν.

Ο Λένιν το 1922-1923, εκτιμώντας τα πέντε χρόνια επαναστατικών εμπειριών, αναστοχάζεται τις βασικές αντιλήψεις του, αναθεωρώντας πρότερες απόψεις του. Από αυτήν την άποψη, η διάκριση μεταξύ ώριμου και πρώιμου Μαρξ που κάνουν οι Αλτουσεριανοί έχει μεγαλύτερη αξία όσον αφορά στον Λένιν: ο Μαρξ είχε μια θεωρητική ωρίμανση κατά βάση ομαλή, που παρά τα άλματα, διατηρεί μια συνέχεια. Ο Λένιν όμως στην βάση των πραγματικών εμπειριών μιας πραγματικής επανάστασης, αναθεωρεί απόψεις του που δεν περνάνε την βάσανο της πραγματικότητας, και δεν διστάζει να συγκρουστεί με το μέχρι τότε κεκτημένο της σκέψης των μπολσεβίκων, πράγμα που συχνά τον τοποθετούσε στην μειοψηφία. Συγκρούεται με την τότε “αριστερή” αντιπολίτευση που στην θέση της ανάλυσης με βάση την πραγματικότητα πρότασσε τις “αρχές” και προκατασκευασμένα σχήματα. Δυστυχώς μια αγιογραφική εικόνα του, που δεν ανέχεται αντιφάσεις και τομές στο έργο του, και που ο ίδιος σίγουρα θα την απεχθανόταν, δεν έχει επιτρέψει την σε βάθος μελέτη της σκέψης του ύστερου Λένιν, καθήκον που νομίζω οι μελετητές πρέπει να εκπληρώσουν όχι μόνο σαν φόρο τιμής, αλλά και σαν πολύτιμη βοήθεια στα σημερινά πολιτικά επίδικα. Εξ άλλου όπως και ο ίδιος έγραφε “προτιμούσε να χειροκροτούνε τους μπολσεβίκους λιγότερο και να τους μελετάνε περισσότερο”...

28/8/16

Τρεις εκτιμήσεις για το παρελθόν, τέσσερις προτάσεις για το μέλλον.


                                   άρθρο μου στον προσυνεδριακό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ
  1. Νομίζω ότι στην ηγεσία υπήρχε η αυταπάτη ότι η “δημιουργική ασάφεια” ως προς την ύπαρξη δυο διαφορετικών πολιτικών σχεδίων μας έλυνε τα χέρια για διαφορετική δράση ανάλογα με την στάση των δανειστών και λειτουργούσε και πολυσυλλεκτικά από εκλογική άποψη. Σε επίπεδο εκτίμησης η Αριστερή Πλατφόρμα αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο, και ότι η πλειοψηφία είχε αυταπάτες. Απλά το σχέδιο της Αριστερής Πλατφόρμας δεν μπορούσε να υλοποιηθεί γιατί δεν συγκέντρωσε σε καμιά φάση της διαπραγμάτευσης λαϊκή πλειοψηφία, και μάλιστα όχι απλή συγκατάθεση, αλλά πλειοψηφία αποφασισμένη να αντιμετωπίσει μαχητικά τις σοβαρές δυσκολίες που θα είχαμε. Δεν δημιουργήθηκε παρά τον αρχικό ενθουσιασμό από την αντίσταση της κυβέρνησης και παρά την ιταμή στάση των δανειστών. Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις της εποχής (και δεν έχουμε άλλο διαθέσιμο εργαλείο) η συντριπτική πλειοψηφία (περίπου 75%) επέλεγε σταθερά όλη την διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, την παραμονή στο ευρώ. Άρα ένας συμβιβασμός ήταν λίγο-πολύ υποχρεωτικός, αρκεί να μπορούσε να εξασφαλιστεί συμφωνία καλλίτερη από αυτή που φέρνανε οι ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Αν δεν μπορούσαμε να πετύχουμε ούτε αυτό, τότε φυσικά η ρήξη θα ήταν αναπόφευκτη, με ότι αυτό συνεπαγόταν. Παράγωγο λάθος ήταν ότι η επίτευξη καλής συμφωνίας προβλήθηκε περίπου σαν υπόσχεση, το ίδιο και το “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης” και μάλιστα ανεξάρτητα από την έκβαση της διαπραγμάτευσης. Αυτό οδήγησε σε μια απογοήτευση ή και σε έντονη εχθρότητα μέρους των ψηφοφόρων μας, και τροφοδοτεί την άθλια προπαγάνδα της διαπλοκής για ψεύτικες υποσχέσεις κτλ.
  2. οι θέσεις δικαιολογούν την σωστή επιλογή της υπογραφής, με λάθος (μη πολιτικό, οικονομίστικο) τρόπο, δηλαδή με τις «απρόβλεπτες συνέπειες» της ρήξης. Προφανώς την ρήξη θα ακολουθούσε μια περίοδος έντονων οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών, αλλά αυτό δεν θα ήταν αποτρεπτικό αν υπέρ της σχηματίζονταν λαϊκή πλειοψηφία. Με τις διατυπώσεις των θέσεων α) υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε στην λογική του μονόδρομου, με αποτέλεσμα εκτός των άλλων να φαίνεται η εξάμηνη διαπραγμάτευση σαν κωλυσιεργία, ή ακόμα χειρότερα σαν θέατρο β) δαιμονοποιούμε την ρήξη, ενώ πρέπει να την έχουμε ακόμα σαν απειλή, και ίσως να χρειαστεί να την ακολουθήσουμε στο μέλλον, εφόσον δεν έχουμε την αυταπάτη ότι τα δύσκολα τελειώσανε. Οι συμφωνίες εξάλλου αντανακλούν τους συσχετισμούς της στιγμής και αλλάζουν όταν αυτοί αλλάξουν. Τέλος δεν φαίνεται η εκτίμηση των θέσεων να αντιστοιχεί στα πραγματικά γεγονότα, που αν τα μάθαμε σωστά, ήταν το ίδιο πιθανό να μην επιτευχθεί συμφωνία (ο σ. Τσίπρας είχε αποχωρήσει σχεδόν από τις διαπραγματεύσεις και ξαναγύρισε σε μια ύστατη προσπάθεια του Τούσκ).
  3. Μια αδυναμία εκτίμησης των πραγματικών συσχετισμών, διαπερνά όλην την πολιτική μας κουλτούρα, ακόμα και σήμερα. Ένα απλό παράδειγμα: η συνεχής αναφορά σε “κυβέρνηση της αριστεράς” από μεγάλο μέρος αριστερών, αλλά και πολλών στελεχών, δείχνει αδυναμία να αφομοιώσουμε ακόμα και τους προφανείς εκλογικούς συσχετισμούς, που αποτυπώνονται σε μια κυβέρνηση όχι αμιγώς αριστερή, αλλά κοινωνικής σωτηρίας, με μόλις 40% εκλογική στήριξη, και έναν λαό με βασικά μικροαστικές αντιλήψεις, με ότι δυσκολίες αυτό συνεπάγεται.
  4. Διαλέξαμε-και πολύ σωστά- να εμπλακούμε στην πολιτική πραγματικότητα, και να ανοίξουμε τον δρόμο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό όχι σε ιδανικές συνθήκες εργαστηρίου αλλά αντιμέτωποι με τις πραγματικές κοινωνικές αντιφάσεις. Την πρώτη μάχη δεν την κερδίσαμε, αλλά και δεν καταστραφήκαμε, είμαστε ακόμα ζωντανοί. Και τώρα τι; Οι διεθνείς συσχετισμοί αλλάζουν αργά, πιο αργά από ότι υπολογίζαμε, αλλά πάντως αλλάζουν, και σε αντίθεση με τους μπολσεβίκους το 1917 που βρέθηκαν μόνοι, περικυκλωμένοι από τον ιμπεριαλισμό, αχνοφαίνονται δυνατότητες διεθνών συμμαχιών. Οι εσωτερικοί συσχετισμοί φαίνεται να έχουν -τουλάχιστον προσωρινά- χειροτερέψει αρκετά, όχι μόνο σαν αποτέλεσμα των επώδυνων μέτρων, αλλά και λόγω της αντιφατικότητας της κοινωνικής συνείδησης, και της εκλογικής μας βάσης. Πχ η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού μας έφερε αντιμέτωπους με μερίδες μεσαίων στρωμάτων, το ίδιο θα γίνει και με τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Κατά συνέπεια η επιρροή μας θα πρέπει να αναδιαταχθεί αντλώντας φρέσκες δυνάμεις από αυτούς που πείθονται ότι κάτι στην χώρα μας αλλάζει, από νέους ανθρώπους που παλεύουν να δημιουργήσουν κτλ. Χοντρικά από ένα μπλοκ που χαρακτηρίζονταν από μια γενική απέχθεια στο παλιό πολιτικό σύστημα, μια θολή ελπίδα για κάτι καλλίτερο και μια προσμονή για ένα-δυό συγκεκριμένα μέτρα, όπως πχ η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, να πάμε σε ένα μπλοκ που να το χαρακτηρίζει κυρίως μια μαχητική υπεράσπιση του εκδημοκρατισμού και εξυγίανσης του συνόλου της κοινωνικής ζωής, και η ενεργητική του στάση για μεταρρυθμίσεις όπως πχ ο περιορισμός της φοροδιαφυγής ή της ανασφάλιστης εργασίας. Αυτό φυσικά δεν θα γίνει με διακηρύξεις “ταξικής μεροληψίας” αλλά με συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής, μερικές φορές ακόμα και σε δυσαρμονία με τις “αρχές της αριστεράς” που κάποιοι σύντροφοι συνέχεια επικαλούνται, όπως πχ με αφορμή την αναγκαία αντιμετώπιση των διαρκών και εν πολλοίς αναίτιων καταλήψεων. Θα γίνει με σύγκρουση με συντεχνιακούς θύλακες (μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, αλλά όχι μόνο) που αξιοποιούνται σήμερα από το αστικό μπλοκ.
  5. Η αποφασιστικής σημασίας λαϊκή στήριξη, πρέπει να μην κατανοείται απλοϊκά, δηλαδή σαν μερικές διαδηλώσεις στους δρόμους. Ουσιαστική λαϊκή στήριξη σημαίνει δημιουργία κινήματος από τα κάτω για τους άμεσους μεγάλους στόχους πχ χτύπημα φοροδιαφυγής, ανασφάλιστης εργασίας, χτύπημα μικρής διαφθοράς στο δημόσιο κτλ. Θα χρειαστούν φυσικά και οι ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες αλλά κύρια η δραστηριοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ για την οικοδόμηση ενός πολύμορφου δικτύου κατά νομό, πόλη κτλ. Λίγο ή και καθόλου μπορούμε να στηριχτούμε στα σημερινά γραφειοκρατικά, συντεχνιακά, άμαζα συνδικάτα. Θα χρειαστούν φαντασία, τόλμη και πολλές πρωτοβουλίες για το σκοπό αυτό, αλλά κύρια να κατανοηθεί όλη η προσπάθεια με όρους μάχης, η οποία για το παλιό σύστημα είναι ζωής ή θανάτου. Επιτυχία αυτού του στόχου σημαίνει να κατακτήσουν οι λαϊκές τάξεις στην πράξη την πολιτική ηγεμονία, που βασική πλευρά της είναι να υποτάσσουν το συντεχνιακό, άμεσο συμφέρον στο πολιτικό, το μακροπρόθεσμο.
  6. κάποια ιδεολογικά ζητήματα: εδώ θα μπορούσα να γράψω αρκετά που πιστεύω πρέπει να ξαναδούμε, αλλά για οικονομία θα αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα: πρώτα για την ευελιξία της εργασίας. Την καταδικάζουμε γιατί λύνει τα χέρια των εργοδοτών και χειροτερεύει την κατάσταση των μισθωτών. Όμως η ευελιξία είναι κάτι θετικό. Πιστεύω ότι θα είναι βασικό χαρακτηριστικό των εργασιακών σχέσεων σε μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Τι είναι αυτό που την κάνει σήμερα μάστιγα για τους μισθωτούς; η εργοδοτική αυθαιρεσία, η δικτατορία τους στους τόπους δουλειάς, η παντελής αδυναμία των συνδικάτων. Ε, λοιπόν να καταργήσουμε την ελευθερία του καπιταλιστή να κάνει ότι θέλει, και σε μια πορεία να καταργήσουμε τον ίδιο τον καπιταλιστή. Αλλά όχι την ευελιξία. Αλλιώς θυμίζουμε τους εργάτες στην αυγή του καπιταλισμού που σπάζανε τις μηχανές γιατί φέρνανε ανεργία. Είναι και ατελέσφορο γιατί η ευελιξία γίνεται όλο και πιο απαραίτητη με τις νέες τεχνολογίες. Δεύτερο παράδειγμα: “όχι στην καταστολή”, ακούγεται αριστερό. Είναι όμως αταξική, απολίτικη θέση. Το ερώτημα είναι καταστολή από ποιόν, ενάντια σε ποιόν και γιατί. Ποιος θα διαφωνούσε με την καταστολή ενάντια πχ στους φασίστες; Είναι άλλο ζήτημα να ζυγίσεις πολιτικά πότε και αν τελικά θα καταστείλεις, και άλλο να αποκλείεις την καταστολή από θέση αρχής.
  7. Κόμμα-κυβέρνηση: Το κόμμα πρέπει να εκφράζει κυρίως την αριστερά, έχοντας όμως αίσθηση του συσχετισμού δυνάμεων και των πραγματικών αντιφάσεων, όχι την ιδεοληπτική αριστερά που γνωρίσαμε και υπάρχει ακόμα εκτός (αλλά και εντός) του ΣΥΡΙΖΑ. Απευθύνεται κυρίως στην κοινωνία και όχι στα υπουργεία. Η κυβέρνηση από την άλλη, πρέπει κυρίως να εκφράζει όλη την κοινωνία, που ακόμα είναι συντηρητική, μικροαστική, και εν πάση περιπτώσει όχι κοντά στις ιδέες μας “και τις αξίες της αριστεράς”. Με βάση αυτήν την κοινωνία θα πρέπει να ανοίξουμε τον δρόμο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, όσο δύσκολο και αν φαίνεται αυτό. Και αν αποφύγουμε από την μια μικρά “αριστερά” λάθη στην τρέχουσα πολιτική μας, και από την άλλη τον πολύ μεγάλο “δεξιό” κίνδυνο εκφυλισμού και αστικής ενσωμάτωσης, έχουμε σοβαρές πιθανότητες να το πετύχουμε.