Εισαγωγή.
Στην πρωτότυπη
και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συγκυρία
στην χώρα μας, τα θεωρητικά προβλήματα
της μετάβασης αρχίζουν κάπως να
συζητιούνται, αν και όχι ίσως με την
πυκνότητα που θα έπρεπε. Σε αυτά τα
πλαίσια το βιβλίο του Α. Λινέρα (Βολιβιανός
διανοούμενος και αντιπρόεδρος της
κυβέρνησης του Ε Μοράλες), έρχεται σαν
μια πολύτιμη θεωρητική συμβολή, που
στηρίζεται και τροφοδοτείται απο μια
πραγματική διαδικασία μετάβασης, αυτή
που συμβαίνει στην Βολιβία, αλλά και
γενικότερα στην Λ. Αμερική.
Κατ αρχήν τι
εννοούμε θεωρητικά προβλήματα
μετάβασης. Προφανώς η μαρξιστική
Αριστερά βλέπει την κατάκτηση της
κυβέρνησης όχι σαν αυτοσκοπό, έστω και
για τον υψηλό σκοπό της κοινωνικής
σωτηρίας, αλλά ενταγμένη σε μια μακριά
διαδικασία ανοίγματος του δρόμου για
το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κοινωνίας
και την “οικοδόμηση” (αν και ο όρος
δεν είναι πολύ δόκιμος) μιας εναλλακτικής,
μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, που στα
πλαίσια του μαρξισμού ονομάζεται
κομμουνιστική κοινωνία.
Δυο διευκρινήσεις:
το πώς θα
είναι η κοινωνία που επιδιώκουμε, σήμερα
δεν είναι τόσο καθαρό, ή καλλίτερα δεν
υπάρχει ενιαία άποψη. Κάποιοι θεωρούν
ότι αρκεί μια επανάληψη του “υπαρκτού”,
με μικρές αλλαγές (που ίσως δεν είναι
καν βελτιώσεις αλλά στην πραγματικότητα
χειρότερη εκδοχή του). Άλλοι επαναφέρουν
τις ηττημένες στην εποχή τους απόψεις
της τότε “αριστερής αντιπολίτευσης”,
και θεωρούν ότι ο κομμουνισμός είναι
υπόθεση καλής θέλησης, μπορεί να
εφαρμοστεί γενικευμένα και αμέσως και
ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν
αντικειμενικές προϋποθέσεις για την
εφαρμογή του (τέτοιες δυνάμεις βρίσκονται
και στον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα στον
καθοδηγητικό του πυρήνα). Κάποιοι άλλοι
θεωρούν ότι κομμουνισμός σημαίνει
γενική κρατικοποίηση των πάντων, είτε
μιλάμε για γιγάντιες πολυεθνικές, είτε
μιλάμε για ένα συνεργείο αυτοκινήτων.
Άλλοι, αντίθετα, θεωρούν ότι κομμουνισμός
είναι ο τρίτος τομέας της “αλληλέγγυας
οικονομίας”. Τέλος κάποιοι ψάχνουν
να βρουν λύση στα προ 170 χρόνων γραπτά
του Μαρξ , που όσο πολύτιμα και αν είναι
σαν οδηγός και αφετηρία, δεν μπορούν
σαν το κοράνι, να απαντάνε στα διαχρονικά
προβλήματα της ανθρωπότητας, κάτι που
και ο ίδιος ο Μαρξ το κορόιδευε. Βέβαια
η συζήτηση δεν θα γίνει στο κενό. Η ίδια
η ταξική πάλη θα ανοίγει στην πράξη τον
δρόμο στις αναγκαίες και ρεαλιστικές
αλλαγές, έστω και με την μέθοδο της
δοκιμής και απόρριψης και τον κοινωνικό
πειραματισμό. Διαφορετικά θα οδηγηθούμε
σε σχήματα και εγκεφαλικές κατασκευές
που τόσο ακριβά έχουμε πληρώσει στην
προηγούμενη επαναστατική προσπάθεια.
Κάποια
στοιχεία μιας θεωρίας μετάβασης υπάρχουν.
Μια ορισμένη αριστερά (το ΚΚΕ, κάποιες
άλλες ομάδες που αναμασάν τσιτάτα του
19ου και των αρχών του 20ου αιώνα)
ισχυρίζονται ότι τα προβλήματα είναι
λυμένα, οι απαντήσεις δοθήκανε αρκετά
χρόνια πριν και ότι μόνο η στρεβλή
εφαρμογή τους οδήγησε στις ήττες. Η
τυπολογία της Οκτωβριανής, οι μορφές
που πήραν τα επαναστατικά κινήματα στο
παρελθόν, αν επαναληφθούν, θα οδηγήσουν
σε επιτυχία. Αρκεί να καθαριστούν απο
τις “οπορτουνιστικές” σκουριές. Ακόμα
και αν οι απαντήσεις του παρελθόντος
ήταν σωστές (που πολύ αμφιβάλλουμε όπως
φάνηκε από την ιστορικών διαστάσεων
ήττα, και τον συνακόλουθο εξευτελισμό
που υποστήκαμε), τουλάχιστον τρεις
θεμελιακές αλλαγές σήμερα επιβάλλουν
τον επαναπροσανατολισμό και την ανάγκη
να αναθεωρήσουμε τα θεωρητικά όπλα
μας. Έτσι σήμερα α) έχουμε έναν διαφορετικό
καπιταλισμό (όχι καλλίτερο ούτε
χειρότερο, απλά διαφορετικό), β) σαν
αποτέλεσμα αυτού έχουμε μια εντελώς
διαφορετική εργατική τάξη, διαφορετική
παγκόσμια διασπορά, με διαφορετικά
χαρακτηριστικά και ψυχολογία, συνείδηση
και τρόπο που κινητοποιείται, οργανώνεται
και αγωνίζεται και γ) σαν αποτέλεσμα
των δύο προηγούμενων έχουνε τροποποιηθεί
οι όροι της ταξικής πάλης, με έμφαση
στην ανάγκη δημοκρατικών και πλειοψηφιών
διαδικασιών, την ανάγκη της κατάκτησης
της ηγεμονίας. Απλά η “στρατηγική και
η τακτική” της Γ' Διεθνούς, δεν λειτουργεί
και τα κόμματα που δεν μπορούν ή δεν
θέλουν και συγχρονίσουν τα θεωρητικά
και πρακτικά εργαλεία τους απομονώνονται
όλο και περισσότερο από την κοινωνία
και τις εξελίξεις με κίνδυνο να γίνουν
γραφικές, ακίνδυνες για το σύστημα
ομάδες.
Πέρα από κάποιες
πρώτες απόπειρες του Μαρξ, στα σοβαρά
η συζήτηση για τα ζητήματα της μετάβασης
άρχισε στις αρχές του εικοστού αιώνα,
με ηγεμονικές τις ιδέες των μπολσεβίκων,
που οι πρακτικές τους επιτυχίες δεν
άφηναν περιθώριο για δεύτερη γνώμη. Ένα
βήμα παραπέρα έγινε με τις επεξεργασίες
της Διεθνούς και την συμμετοχή του ίδιου
του Λένιν την δεκαετία του είκοσι με
τις αντιλήψεις για το ενιαίο μέτωπο και
το μεταβατικό πρόγραμμα, αλλά και τον
“αριστερισμό”. Μια τρίτη συζήτηση
άνοιξε την δεκαετία του 60-70, όταν φαινότανε
ότι ένα νέο επαναστατικό, κύμα ωριμάζει, όπου αξιοποιώντας επεξεργασίες του
Γκράμσι, έδωσαν βασικές αντιλήψεις για
την στρατηγική σε χώρες με σχετικά
αναπτυγμένη αστική δημοκρατία.
Το βιβλίο
αποτελείται από τρεις εισηγήσεις-παρεμβάσεις
του Λινέρα (η μια μάλιστα πρόσφατη στο
συνέδριο του Κόμματος Ευρωπαϊκής
Αριστερά), και ένα πολύ εύστοχο πρόλογο
του Ρ. Ρινάλντι για την ελληνική έκδοση.
Στον κατατοπιστικό
πρόλογο του Ρινάλντι ενδεικτικά αναφέρει:
την εκτίμηση
ότι το ζήτημα της μετάβασης στον 21ο
αιώνα ..."μάλλον δεν θα ακολουθήσει
σχήματα και δεν θα μοιάζει με επανάληψη
μορφών επανάστασης που έζησε η ανθρωπότητα
στον 20ο αιώνα"
το ότι ο
Λινέρα θαυμάζει μεν τον Λένιν αλλά
παράλληλα είναι πολύ πλουραλιστικός,
συνομιλεί με όλες τις σχολές, δεν
υποτάσσεται σε καθαρότητες και ιδίως
σε απλοποιητικά-απλουστευτικά σχήματα.
Θεωρεί (και
σωστά κατά την γνώμη μας) εντυπωσιακή
την θέση του Λινέρα για την ανάγκη
οικοδόμησης μια νέας κοινής λογικής
(πράγμα που θα αναλύσουμε περισσότερο
στην συνέχεια).
9
θέσεις για τον καπιταλισμό.
Η πρώτη παρέμβαση
του Λινέρα (2013, παρέμβαση στο Αριστερό
φόρουμ) λέγεται “9 Θέσεις για τον
Καπιταλισμό”. Κάνει διάφορες εκτιμήσεις
για τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου
καπιταλισμού, που τον διαφοροποιούν
απο αυτόν των μέσων του 20ου αιώνα. Από
αυτές ενδεικτικά ξεχωρίζουμε:
την εκτίμηση
ότι με την (πραγματική) υποταγή της
ανθρώπινης γνώσης στον καπιταλισμό ως
βασικής παραγωγικής δύναμης, γνώση που
έχει καθολική, κοινοτική βάση, υπονομεύεται
η βάση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας,
που δημιουργείται απο αυτήν την κοινοτική
παραγωγική δύναμη.
Σαν δεύτερο
αποτέλεσμα έχουμε μια διάσπαση της
παγκόσμιας εργατικής τάξης σε μια
μερίδα στις μητροπόλεις που σχετίζεται
περισσότερο με την επιστήμη, τις γνώσεις
και την τεχνολογία, και σε μια μερίδα
στην περιφέρεια που σχετίζεται
περισσότερο με την καθημερινή προσπάθεια
και την συνεργατικότητα. Δημιουργείται
έτσι μια κατάσταση διαφορετική απο
εκείνη που οδήγησε στο κράτος πρόνοιας,
στα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα.
Η αλόγιστη
σπατάλη ή και καταστροφή πλουτοπαραγωγικών
πόρων πέρα απο τους περιβαλλοντολογικούς
κινδύνους, οδηγεί και σε κάποια όρια
για παραπέρα επέκταση του καπιταλισμού
λόγω πιθανής έλλειψης φυσικών πόρων.
Εδώ βέβαια κάποιος μπορεί να αντιτάξει
ότι αυτό δεν είναι αυστηρά πρόβλημα
του καπιταλισμού αλλά της παραγωγήο Λινέρα παραδέχεται σε ένα σημείο του
βιβλίου του ότι σαν ακαδημαϊκός δεν
καταλάβαινε πράγματα που τα έμαθε απο
την πολιτικής
γενικά και δεύτερο ότι η επιστήμη
μπορεί να δίνει κάποια διέξοδο πχ νέες
μορφές ενέργειες να αντικαταστήσουν
τα ορυκτά καύσιμα, και νέα τεχνητά υλικά
τις εξαντλούμο Λινέρα παραδέχεται σε ένα σημείο του
βιβλίου του ότι σαν ακαδημαϊκός δεν
καταλάβαινε πράγματα που τα έμαθε απο
την πολιτικήενες φυσικές πρώτες ύλες.
Ο νέος
μετακαπιταλιστικός τρόπος παραγωγής
απαραίτητα πρέπει να είναι παγκόσμιος.
Διστάζει εδώ να χρησιμοποιήσει τον όρο
κομμουνιστικός, που αλλού τον χρησιμοποιεί.
Πιστεύω για δυο λόγους: και γιατί όπως
είπαμε δεν υπάρχει ενιαία αντίληψη για
το τι θα είναι το “μετά”, αλλά και γιατί
ο κομμουνισμός λόγω της θλιβερής
εμπειρίας του “υπαρκτού” έχει ταυτιστεί
με κοινωνίες αντιδημοκρατικές και
φτώχειας. (όχι βέβαια ότι δεν πετύχανε
σημαντικά πράγματα, αλλά η τελική εικόνα
που έμεινε είναι αυτή).
Εκτιμά ότι
η μορφή κινητοποίησης των εργαζομένων,
η μορφή οργάνωσης των συνδικάτων τείνει
να συμπληρωθεί (ή και να αντικατασταθεί,
γράφει) απο δυο άλλες μορφές: την μορφή
της κοινότητας (σε αγροτικές κοινωνίες)
και την μορφή του “πλήθους”. Αυτό
βέβαια θέλει συζήτηση σε τι βαθμό
συμβαίνει αλλά αν δούμε πχ τις
κινητοποιήσεις μέσω ιντερνέτ (απο την
Αραβική άνοιξη μέχρι τους “αγανακτισμένους”
σε διάφορες χώρες), αλλά και το ειδικό
βάρος των μπλόγκς στην πολιτική πάλη,
καταλαβαίνουμε ότι σε μεγάλο βαθμό η
διαδικασία είναι σε εξέλιξη.
Κράτος,
επανάσταση, ηγεμονία.
Η δεύτερη
παρέμβαση του έγινε σε Διεθνές συμπόσιο
φιλοσοφίας στην Βενεζουέλα, το 2011, με
θέμα όπως ο τίτλος του βιβλίου, και
αποτελεί και το βασικό πυρήνα των απόψεων
του Λινέρα, που αφοράν την θεωρία της
μετάβασης. Και εδώ πάλι ενδεικτικά θα
σταχυολογήσουμε κάποιες απόψεις του.
Αρχικά εξηγεί
με απλό τρόπο γιατί το κράτος δεν είναι
μόνο θεσμοί και ταξική βία, αλλά και
ιδέες που εγκαθιστούν ηγεμονία. Επίσης
ότι δεν είναι μόνο όργανο στα χέρια
μιας τάξης, αλλά και εκφράζει έναν
συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει στην
κοινωνία. Νομίζω ότι η ανάλυση του είναι
γλαφυρή και ακριβής. Από τα καλλίτερα
σημεία του βιβλίου.
Παραπέρα
αναφέρει ότι το κράτος έχει τρία (συν
ένα) μονοπώλια: της (νόμιμης) βίας, της
φορολογίας, την νομιμότητας (και της
καθολικότητα, δηλαδή την πρόταξη του
γενικού σε βάρος του τοπικού, του
συντεχνιακού συμφέροντος). Βέβαια εδώ
μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι και
η βία και η νομιμότητα είναι ένα
θεωρητικό, ή ιδανικό μονοπώλιο. Επίσης βία
μπορεί να ασκήσουν και ασκούν διάφορες
ιδιωτικές ομάδες όπως η ιδιωτική αστυνομία.
Κομβική στην
ανάλυση του είναι η άποψη ότι η Αριστερά
πρέπει να διεκδικήσει το κράτος και
την εξουσία. Απαντά έμμεσα στις απόψεις
ότι μπορεί να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς
εξουσία, που στην πράξη προέρχονται
βασικά απο τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό
χώρο, αλλά και απο κομμάτια της
παραδοσιακής αριστεράς που έχουν
εγκαταλείψει την μάχη για την κυβερνητική
εξουσία, και με μια δήθεν αριστερίστικη
φρασεολογία ακολουθούν στην πράξη μια
βαθειά ρεφορμιστική πολιτική θεοποιώντας
τους επιμέρους αγώνες, το διεκδικήσεις
απο τα κάτω κτλ (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Φυσικά
διευκρινίζει ότι δεν περιοριζόμαστε
στην κατάληψη του κράτους (γιατί αυτό
θα ήταν απλή εναλλαγή κυβερνήσεων) αλλά
κύρια στον μετασχηματισμό και
εκδημοκρατισμό του στην κατεύθυνση
της λαϊκής συμμετοχής και της συμπλήρωσης
της αντιπροσώπευσης με μορφές άμεσης
δημοκρατίας.
Αυτή η
διαδικασία βαθιού εκδημοκρατισμού, η
συμμετοχή των μαζών στην εξουσία, είναι
πολιτική επανάσταση, η σύγχρονη μορφή
της. Η πολιτική επανάσταση δικαιώνεται
απο την κοινωνική επανάσταση που
ακολουθεί, δηλαδή την αναδιοργάνωση
της οικονομίας και του πολιτισμού, όλης
της κοινωνικής οργάνωσης. Ο Λινέρα
δικαιούται να μιλά για τον δημοκρατικό
δρόμο. Ο ίδιος προσωπικά οργάνωσε την
μεγαλύτερη ένοπλη ομάδα στην Βολιβία,
πολέμησε, συνελήφθη και βασανίστηκε,
έκανε πέντε χρόνια φυλακή. Αλλά και
στις περισσότερες χώρες της Λ Αμερικής
ο ένοπλος δρόμος δοκιμάστηκε και
ηττήθηκε (πλην της Κούβας). Τώρα
ακολουθούνε τον δρόμο της κατάκτησης
της πλειοψηφίας και με αυτό έχουνε
σημαντικά αποτελέσματα.
Διερωτάται
τι είναι η σημερινή περίοδος στην
Βολιβία και αλλού. Είναι σοσιαλισμός;
είναι μετάβαση στον σοσιαλισμό; Υιοθετεί
την σωστή κατά την γνώμη μας άποψη ότι
σοσιαλισμός δεν υπάρχει σαν τρόπος
παραγωγής. Οι τρόποι παραγωγής είναι
ο καπιταλιστικός και ο κομμουνιστικός
(και φυσικά η απλή εμπορευματική
παραγωγή, αυτοαπασχόληση κτλ). Σοσιαλισμός
είναι η μεταβατική περίοδος συνύπαρξης
και των δυο τρόπων παραγωγής, σε θανάσιμη
πάλη μεταξύ τους, και αφού την εξουσία
έχει κατακτήσει η εργατική τάξη. Αυτή
είναι μια θέση που την αποδίδει στον
Λένιν, αν και με σαφήνεια από ότι ξέρουμε
την ανέπτυξε ο Μπετελέμ. Εν πάση
περιπτώσει πρόκειται για μια σχετικά
μακρά περίοδο (ο Λινέρα μιλά για
δεκαετίες, ας θυμηθούμε ότι ο καπιταλισμός
για να επικρατήσει παγκόσμια χρειάστηκε
τρεις αιώνες), που δεν θα κριθεί στα
πλαίσια μιας χώρας αλλά παγκόσμια,
ιδιαίτερα σήμερα σε συνθήκες
“παγκοσμιοποίησης”, και ολοκληρώσεων.
Δηλώνει ότι
πολιτική είναι η οικοδόμηση της ηγεμονίας
(ή των πλειοψηφιών). Η θέση αυτή σηματοδοτεί
την απομάκρυνση απο μια ορισμένη
“μπλανκιστική” ερμηνεία της λενινιστικής
και τριτοδιεθνιστικής παράδοσης, σε
όφελος στρατηγικών αντιλήψεων όπως
το ενιαίο μέτωπο και το μεταβατικό
πρόγραμμα. Είναι αυτό που στην δεκαετία
του '70 ονομάστηκε “δημοκρατικός δρόμος”,
με βασικό χαρακτηριστικό τη συγκέντρωση
πλειοψηφίας για κάθε μείζονα αλλαγή,
αλλαγή που πρέπει να αποδείχνει στην
κοινωνία την αποτελεσματικότητα και
την χρησιμότητα της.
Για
τις αντιθέσεις.
Και ερχόμαστε
σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο της
τοποθέτησης, εκείνο που περιγράφει τις
αντιθέσεις-αντιφάσεις της διαδικασίας,
και μάλιστα όχι μόνο αυτές μεταξύ των
ανταγωνιστικών δυνάμεων (δηλαδή τα
δίπολα αστική-εργατική τάξη, δεξιά-αριστερά
κτλ), αλλά και αυτών που αναφύονται
μεταξύ του λαού. Επιγραμματικά να
υπενθυμίσουμε πόσο ταλαιπωρήθηκε το
αριστερό κίνημα, από την παραγνώριση ή
την λειψή θεωρητική αντιμετώπιση του
ζητήματος των αντιθέσεων της μεταβατικής
περιόδου, με τις παλινωδίες περί μη
ύπαρξης αντιθέσεων ή της ύπαρξης μόνο
μη-ανταγωνιστικών κτλ. Ο Λινέρα εντοπίζει
4 βασικές αντιθέσεις:
πρώτη, ανάμεσα
στο κράτος (και μιλάμε για το κράτος
που έχει ήδη, έστω και μερικά, καταληφθεί από την αριστερά, τους εργαζόμενους)
και στην κοινωνία, τα κινήματα. Για το
πως το Κόμμα, η Αριστερά πρέπει να
καθοδηγεί μεν το κράτος (αλλά χωρίς να
“κρατικοποιηθεί”), και πως να είναι
ταυτόχρονα και αντιπολίτευση. Δεν είναι
εύκολο όπως δείχνει και η εντελώς
πρόσφατη αρνητική πείρα του ΠΑΣΟΚ αλλά
και των κυβερνητικών κομμουνιστικών
κομμάτων στον “υπαρκτό”.
Δεύτερη,
ανάμεσα στην ανάγκη εκπροσώπησης
συμφερόντων πλατύτερων συμμαχικών
στρωμάτων και την ανάγκη εκπροσώπησης
των στενών συμφερόντων της εργατικής
τάξης. Ο Λινέρα γλαφυρά εξηγεί την
ανάγκη μιας λεπτής ισορροπίας ώστε να
προωθείς μεν τα συμφέροντα των συμμάχων
μικροαστών, αλλά χωρίς να εγκαταλείπεις
τον σκληρό πυρήνα της εργατικής τάξης,
που είναι το βασικό και πιο σταθερό
στήριγμα της Αριστεράς.
Τρίτη, αντίφαση
μεταξύ καθολικών συμφερόντων και
συμφερόντων στενών, τοπικών ή συντεχνιακών.
Δεν το γράφει ο Λινέρα αλλά η υποταγή
των στενών συντεχνιακών στα πολιτικά
συμφέροντα είναι υλοποίηση στην πράξη
του ηγεμονικού ρόλου της εργατικής
τάξης. Αυτό δεν είναι κάποιο δευτερεύον
ζήτημα. Στην υποδαύλιση του συντεχνιασμού
πολιτικά καθυστερημένων ομάδων της
εργατικής τάξης αποβλέπει και η Δεξιά
για να υπονομεύσει την νέα εξουσία,
αλλά και κάποια ανώριμα “υπεραριστερά”
κόμματα ελπίζοντας να κερδίσουν επιρροή
και αδιαφορώντας για τους γενικότερους
πολιτικούς συσχετισμούς. Και στην Χιλή
του Αλιέντε είχαμε τέτοια αποσταθεροποιητικά
φαινόμενα.
Και τέλος
την αντίθεση μεταξύ οικονομικής
ανάπτυξης και διαφύλαξης του περιβάλλοντος.
Αντίφαση που θα οξύνεται συνέχεια και
επειδή το περιβάλλον συνεχώς επιβαρύνεται,
αλλά και αναπτύσσεται η οικολογική
συνείδηση πλατειών στρωμάτων του
πληθυσμού, ενώ απο την άλλη η αντιμετώπιση
της οξείας κρίσης ίσως δελεάζει στο να
παραβλέπονται τέτοιες “πολυτέλειες”.
Ο Λινέρα προσπαθεί
να αναλύσει τις αντιθέσεις που εντοπίζει
θεωρητικά αλλά και πρακτικά, γιατί μην
ξεχνάμε ότι οι θεωρητικές του αναλύσεις
γίνονται εν θερμώ, μπαίνουν στην δοκιμασία
της εν εξελίξει αδυσώπητης ταξικής
πάλης στην χώρα του. Δεν θα δώσουμε
περισσότερες λεπτομέρειες απο την
γλαφυρή και γεμάτη ζωντανά παραδείγματα
ανάλυση του, προτρέποντας την ανάγνωση
του ίδιου του βιβλίου.
Πάντως εδώ θα
θέλαμε να προσθέσουμε ότι οι αντιφάσεις
πρέπει να είναι αρκετά περισσότερες,
που μερικές ούτε καν τις θεωρούμε
πιθανές, ή απλά τις βαφτίζουμε προπαγάνδα
του αντιπάλου. Ενδεικτικά να αναφέρουμε
ορισμένες.
Δημόσιο και
σπατάλη: δηλαδή ο κίνδυνος η δημόσια
περιουσία να αντιμετωπίζεται όχι σαν
όλων αλλά σαν “κανενός”, να παραμελείται
ή και να καταστρέφεται.
Δημόσιο και
διαφθορά: νομίζω κατανοητό, δεν χρειάζεται
περισσότερα.
Επένδυση-κατανάλωση:
τι μέρος του παραγόμενου πλούτου πρέπει
να καταναλώνεται άμεσα και τι να
επενδύεται ώστε να αποδώσει στο μέλλον.
Ατομικός-κοινωνικός μισθός: τι μέρος
της εργατικής αμοιβής πρέπει να δίνεται
σαν ατομικός μισθός, και τι σαν κοινωνικές
παροχές. Εδώ υπάρχει σημαντικό έδαφος
και για συντεχνιακές αντιπαραθέσεις.
Αντιπροσώπευση
και άμεση δημοκρατία: έτσι ώστε να
εξασφαλίζεται μια ισορροπία του γενικού
συμφέροντος αλλά και κάθε συγκεκριμένης
ομάδας.
Περιορισμένοι
πόροι και προτεραιότητες: οι πόροι
πάντα είναι περιορισμένοι και φυσικά
κάθε ένας θέλει να λυθεί το δικό του
πρόβλημα, είτε αφορά υποδομές, είτε
πρόνοια, είτε ανάπτυξη. κ.ο.κ.
Όλα αυτά τα
ζητήματα θα προκαλούν εντάσεις όχι
μόνο ανάμεσα σε εχθρικές τάξεις, αλλά
και “στα πλαίσια του λαού”. Και πρέπει
να λύνονται δημιουργικά, δημοκρατικά
και με διαφάνεια. Θα υπάρχουν διαφωνίες
και δυσαρέσκειες αλλά τελικά οι λύσεις
που δίδονται και οι διαδικασίες που
ακολουθούνται για την λύση τους πρέπει
να εξασφαλίζουν την συνοχή του
κυρίαρχου-ηγεμονικού μπλοκ, αλλιώς θα
έχουμε πολιτικό πισωγύρισμα.
Στο
συνέδριο του ΚΕΑ.
Η τρίτη και πιο
πρόσφατη εισήγηση του (Δεκέμβρης 2013)
έγινε στο συνέδριο του Κόμματος της
Ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Αφού στην αρχή
επαναλαμβάνει μια σειρά θέσεις του
γνωστές σε μας απο τις δυο προηγούμενες
διαλέξεις (για την παγκοσμιοποίηση,
την υπαγωγή της γνώσης στην καπιταλιστική
κερδοφορία, τον διχασμό της εργατικής
τάξης σε 2 διακριτές μερίδες με ασύμμετρη
παγκόσμια κατανομή, για την υποχώρηση
του ρόλου των συνδικάτων κτλ) κάνει την
απλή διαπίστωση ότι κάτι δεν κάνουμε
καλά, διαφορετικά δεν θα είχε η Δεξιά
την εξουσία. Αυτή η απλή αλλά ιδιοφυής
σκέψη μπορεί να οδηγήσει σε αναστοχασμό
όλων των θεωρητικών μας αποσκευών, χωρίς
να εγκαταλείψουμε το έδαφος του μαρξισμού,
της επανάστασης, της υπόθεσης της
εργατικής τάξης. Το τολμήσανε στην Λ.
Αμερική, κάποια βήματα γίνονται σε μας
εδώ με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλα συγγενή
ευρωπαϊκά κόμματα. Μένει να δούμε που
θα οδηγήσει. Την αγωνία του για το μέλλον
των ευρωπαϊκών προσπαθειών αναπτύσσει
στην εισήγηση του αυτή.
Εξαίρει τον
ρόλο των εναλλακτικών προγραμμάτων,
λέγοντας ότι η καταγγελία δεν οδηγεί
σε επιθυμία για εξουσία.
Ξαναπιάνει
το νήμα του Γκράμσι για την “κοινή
λογική”, τον κοινού νου. Σε αντίθεση
με μια ορισμένη αριστερά που έκανε και κάνει
ιδεολογικοποιημένη “πολιτική”,
ακατανόητη στις πλατύτερες μάζες, ο
Γκράμσι μίλησε για την ανάγκη να
καταπιαστούμε με τον κοινό νου, να
προσπαθήσουμε να κτίσουμε την ηγεμονία
κερδίζοντας την πλειοψηφία, προσπαθώντας
να δούμε τους εργαζόμενους όπως
σκέφτονται πραγματικά και όχι όπως θα
θέλαμε να σκέφτονται, αντιμετωπίζοντας
μια πραγματική και όχι μια ιδεοτυπική
εργατική τάξη, κάτι που οι διανοούμενοι
δεν μπορούν και δεν ξέρουν να το κάνουν
(ο Λινέρα παραδέχεται σε ένα σημείο του
βιβλίου του ότι σαν ακαδημαϊκός δεν
καταλάβαινε πράγματα που τα έμαθε από
την πολιτική).
Προτρέπει
να ανακτήσουμε την έννοια της δημοκρατίας, μιας και οι άμεσες πολιτικές μάχες δεν γίνονται στο όνομα του σοσιαλισμού, όπως νομίζουν οι αριστεριστές, αλλά της δημοκρατίας όπως μας δίδαξε ο Λένιν. Φυσικά όχι την τυπική, αστική δημοκρατία,
αλλά την δημοκρατία που θα εκτείνεται
σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής
και πρώτα από όλα στην οικονομία, και
στην λαϊκή συμμετοχή στην λήψη των
αποφάσεων. Η αστική δημοκρατία είναι
περιορισμένη και έτσι όπως είναι βολεύει
μια χαρά την αστική τάξη. Αλλά εμείς
δεν πρέπει να πάμε πίσω από αυτήν, πρέπει
να την διευρύνουμε, και κατακτώντας
την τέχνη του να κάνουμε πολιτική, να
κτίσουμε συμμαχίες, να κατακτήσουμε
την ηγεμονία, να κτίσουμε ένα πλειοψηφικό
μπλοκ για να ανοίξει ο δρόμος προς τον
σοσιαλισμό.
Επιλεγόμενα
και κάποιες παρατηρήσεις.
Να τελειώσουμε
την σύντομη παρουσίαση με ένα σοβαρό
κατά την γνώμη μας ζήτημα που δεν
αναφέρεται ρητά, αλλά διαπερνά όλην την
ανάλυση του Λινέρα. Ο Λινέρα φαίνεται
να θεωρεί (εκτός αν δεν τον διαβάζουμε
σωστά) ότι ο κομμουνισμός (ή όπως αλλιώς
ονομάσουμε την μετακαπιταλιστική
κοινωνία) εξαρτάται αποκλειστικά απο
τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, και
όχι απο και απο κάποιους αντικειμενικούς
παράγοντες της οικονομίας. Ότι το
σημερινό επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων,
με την κυριαρχία ακόμα της μηχανικής
παραγωγής και με σημαντικά υπολείμματα
χειρωνακτικής, είναι υπερώριμο για τον
κομμουνισμό. Ξέρουμε ότι κάποιοι
μαρξιστές (κύρια Αλτουσεριανής επιρροής)
“βγάζουν (ας μου συγχωρεθεί η έκφραση!)
σπυριά” και μόνο στην διατύπωση του
σχετικού προβληματισμού, χαρακτηρίζοντας
τον “παραγωγισμό”, “οικονομισμό” κτλ
Η δική μας οπτική είναι κάπως διαφορετική.
Οπωσδήποτε σήμερα η εργατική τάξη, οι
εργαζόμενοι, μπορούν να πάρουν την
εξουσία, και να ανοίξουν υπό προϋποθέσεις
τον δρόμο για τον κομμουνισμό. Μπορούν
να αναδιαρθρώσουν μέρος της οικονομίας
σε κομμουνιστική βάση, αλλά σε τομείς,
κλάδους και επιχειρήσεις που κυριαρχεί
η μηχανική (ή ακόμα χειρότερα χειρωνακτική
παραγωγή), θα έχουμε μόνο τυπική υπαγωγή,
και ο καπιταλισμός πιθανά να δουλεύει
πιο αποδοτικά. Θα είναι μια κατάσταση
εύθραυστη, που θα κινδυνεύει απο αλλαγές
στον συσχετισμό δυνάμεων. Μόνο σε τομείς
όπου κυριαρχεί η αυτοματοποίηση, οι
νέες τεχνολογίες, το λογισμικό, μπορούμε
να έχουμε πραγματική υπαγωγή τους στον
κομμουνισμό, και πιο αποδοτική λειτουργία
τους με κομμουνιστικές σχέσεις. Δηλαδή
σε τομείς όπου ο κομμουνισμός έχει γίνει
τεχνική αναγκαιότητα. Για παραπέρα
πραγμάτευση του θέματος δες το “ελεύθερο
λογισμικό και κομμουνισμός”,
(http://dionisispolitis.blogspot.gr/2014/04/7.html).
Φυσικά και σε
άλλα σημεία θα μπορούσε να γίνει μια
συζήτηση και να εγερθούν ενστάσεις.
Πχ όταν επιδοτείται
το ρεύμα γράφει ο Λινέρα ηττάται η λογική
του κέρδους και της ανταλλακτικής αξίας.
Μπορεί να είναι έτσι μπορεί όμως και να
μην είναι. Αν πχ η συνολική εικόνα
οδηγήσει στο να διαμορφωθεί στην λαϊκή
πλειοψηφία η αντίληψη ότι η επιδότηση
δεν είναι παραγωγική, ή ακόμα χειρότερα
ότι οδηγεί σε υπερβολική δημοσιονομική
επιβάρυνση, αυτό μπορεί να τροφοδοτήσει
και όχι να πλήξει τον νεοφιλελευθερισμό
και την λογική του κέρδους. Άρα κάθε
μέτρο δεν πρέπει να εξετάζεται απομονωμένα
και δογματικά (ή ακόμα χειρότερα απο
άποψη ηθικής, ότι “βοηθάμε τους φτωχούς”),
αλλά συνολικά, στο πλαίσιο μιας οικονομικής
πολιτικής που να είναι αποτελεσματική
και τελικά να βοηθάει την ενίσχυση της
αριστερής πλειοψηφίας. Παρόμοιο είναι
το ζήτημα με την δημόσια επιχείρηση. Η
ύπαρξη της κατ αρχήν περιορίζει τον
τομέα του καπιταλισμού. Αλλά όταν είναι
αντιπαραγωγική, όταν λειτουργεί
απαράδεκτα, πριμοδοτεί τελικά την
νεοφιλελεύθερη ιδέα ότι το δημόσιο
ταυτίζεται με την διαφθορά, την σπατάλη
και είναι μη-παραγωγικό.
Επίσης η
αυτοδιαχείριση των εγκαταλελειμμένων
εργοστασίων μπορεί να υποστηριχτεί απο
την κυβέρνηση, σαν άμεσο μέτρο επιβίωσης,
αλλά αυτό φυσικά δεν είναι σοσιαλισμός,
είναι στην καλλίτερη περίπτωση ομαδικός,
εργατικός καπιταλισμός. Αυτό πρέπει να
ξεκαθαρίζεται και όχι να διασπείρονται
αυταπάτες. Το ίδιο και με την λεγόμενη
αλληλέγγυα οικονομία. Ναι, άμεσα θα
υποστηριχθεί, αλλά αυτό δεν είναι
σοσιαλισμός, είναι λύση ανάγκης. Η
Αριστερά (και οι εργαζόμενοι!) θα πρέπει
να ασχοληθεί θεωρητικά αλλά κυρίως
πρακτικά, με το πως θα κάνει αποδοτικές
για τον λαό, ανταγωνιστικές και πρότυπες
τις μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις. Εκεί
θα κριθεί σήμερα η άμιλλα μεταξύ
καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Διαφορετικά
δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να
μεταφράζουμε τον Holloway στην ...οικονομία,
δηλαδή “θα προσπαθούμε πως να κάνουμε
κομμουνισμό χωρίς να πάρουμε και να
διαχειριστούμε αποτελεσματικά την
σύγχρονη μεγάλη (πολυεθνική) επιχείρηση”.
Το βιβλίο του
Λινέρα είναι μια σημαντική συμβολή στον
θεωρητικό εξοπλισμό μας σήμερα. Ιδιαίτερα
στην Ελλάδα που μπορεί σε λίγες εβδομάδες
(!) να έχουμε την τύχη να κάνουμε το πρώτο
βήμα πρακτικής λύσης των τεράστιων και
κοσμοϊστορικών καθηκόντων που
πραγματεύεται ο Βολιβιανός σύντροφος.